ακρίδα

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀκρίς)
1. γενική ονομασία τών εντόμων που ανήκουν κυρίως στις οικογένειες Acrididae και Tettigoniidae.
2. σμήνος ακρίδων
νεοελλ.
1. επιδρομή ακρίδων
2. (για ανθρώπους) καχεκτικός, ισχνός
λέγεται επίσης και περιληπτικά για ομάδα ανθρώπων που προξενούν καταστροφές, που φέρνουν τον όλεθρο
3. φρ. «είναι ακρίδα», είναι άρπαγας
«τρώγω ακρίδες και μέλι», τρώγω πολύ λίγο, τρέφομαι με υπερβολική λιτότητα
«τρώγω σαν ακρίδα», τρώγω λαίμαργα, καταβροχθίζω
μσν.
κορυφή βλασταριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ακρίδα, ήδη ομηρική, είναι αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ηχοποιημένο ρήμα κρίζω «τρίζω», που σημαίνει πως η ονομασία του εντόμου οφείλεται πιθ. στον τριγμό, στον θόρυβο που προκαλεί η ακρίδα κατά το πέταγμά της. Αν η ετυμολογία αυτή είναι ορθή, τότε το αρχικό α- της λ. είτε είναι προθεματικό φωνήεν είτε αποτελεί προϊόν παρετυμολογικής συνδέσεως με το επίθ. άκρος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρίδιον
νεοελλ.
ακριδάκι, ακρίδαρος, ακρίδι, ακριδίδες, ακριδικοί, ακρίδιο, ακριδίτσα, ακριδούλα, ακριδώδη.
ΣΥΝΘ. ακριδοφάγος αρχ.