βουθυσία

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουθῠσία Medium diacritics: βουθυσία Low diacritics: βουθυσία Capitals: ΒΟΥΘΥΣΙΑ
Transliteration A: bouthysía Transliteration B: bouthysia Transliteration C: vouthysia Beta Code: bouqusi/a

English (LSJ)

Ion. βουθυσίη, ἡ, sacrifice of oxen, IG14.830 (Puteoli), AP7.119, Porph. Abst.2.55; Ἥρας in her honour, Pi.N.10.23: in plural, Id.O.5.6, D.C. 46.40.

Spanish (DGE)

(βουθῠσία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη A.R.1.517 (proecdosis), AP 7.119
• Grafía: graf. βουθουσία IG 14.830.11 (Puteoli II d.C.)
sacrificio de ganado vacuno Ἥρας en honor de Hera Pi.N.10.23, βουθυσίην Ἑκάτοιο καταυτόθι δαινυμένοισι A.R.l.c., μολπὴ καὶ β. IStratonikeia 1.3, 8 (III a.C.), cf. INikaia 1503.13 (III d.C.)
plu. Pi.O.5.6, D.S.1.48, D.C.46.40.1.

German (Pape)

[Seite 456] ἡ, Rinderopfer, Pind. N. 10, 23; plur., 5, 6 u. Sp., wie D. Sic. 1, 48.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice de bœufs ou de génisses.
Étymologie: βοῦς, θύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουθυσία -ας, ἡ, Ion. βουθυσίη βούθυτος offer van runderen.

Russian (Dvoretsky)

βουθῠσία: ион. βουθῠσίη ἡ тж. pl. принесение в жертву быков или коров Pind., Plut., Anth.

English (Slater)

βουθῠσία
1 sacrifice of cattle βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις (O. 5.6) ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (τελεῖται δὲ κατὰ τὸ Ἄργος τὰ Ἥραια ἢ τὰ Ἑκατόμβαια διὰ τὸ ἑκατὸν βοῦς θύεσθαι τῇ θεῷ. Σ. (O. 7.152)) (N. 10.23) ]δωροις βουθυ[ (possis [σι, [τ) Θρ. 7. 12.

Greek Monolingual

βουθυσία, η (Α)
η τελετή θυσίας βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θυσία.

Greek Monotonic

βουθῠσία: ἡ, θυσία των βοδιών, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βουθῠσία: ἡ, ἡ θυσία βοῶν, Συλλ. Ἐπιγρ.2336.10., 5853.11. Ἀνθ. ΙΙ. 7.119· Ἥρας, εἰς τιμὴν τῆς Ἥρας Πινδ. Ν. 10. 42· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Ο. 5.12.

Middle Liddell

a sacrifice of oxen, Anth.