δολιόπους

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐόπους Medium diacritics: δολιόπους Low diacritics: δολιόπους Capitals: ΔΟΛΙΟΠΟΥΣ
Transliteration A: doliópous Transliteration B: doliopous Transliteration C: doliopous Beta Code: dolio/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, δολιόπουν, τό, stealthy of foot, Id.El.1392 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ποδος
de paso furtivo o engañoso δ. ἀρωγός de Orestes, S.El.1392.

German (Pape)

[Seite 654] ουν, ποδος, listiges Fußes, listig einherschleichend, Soph. El. 1384.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
au pied perfide, càd qui s'avance sournoisement.
Étymologie: δόλιος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

δολιόπους: ποδος adj. коварно подкрадывающийся (ἀρωγός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

δολιόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, δόλιον ἔχων πόδα, ὁ δολίως βαίνων, Σοφ. Ἠλ. 1392.

Greek Monolingual

δολιόπους, -ουν (Α)
αυτός που βαδίζει δόλια, κρυφά.

Greek Monotonic

δολιόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δόλιο πόδι ή προχωρά με δόλο, τρυπώνει απαρατήρητος, σε Σοφ.

Middle Liddell

adj
stealthy of foot, Soph.