εκκόπτω
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
(AM ἐκκόπτω)
αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ», ΚΔ)
αρχ.-μσν.
1. δίνω τέλος
2. διακόπτω κάποιον που μιλάει
3. (για συζήτηση) σταματώ
4. (για χρόνο) αφαιρώ
5. (για εισφορά) καταργώ
6. εκκλ. αφορίζω
αρχ.
1. (για δέντρα) κόβω σύρριζα
2. εκμηδενίζω, σταματώ
3. αναγκάζω κάτι να σταματήσει («ἐκκόπτειν φενακισμόν»)
4. για πλοίο) βυθίζω διατρυπώντας το
5. (για πόρτα) σπάζω
6. (ως στρατ. όρος) α) αποκρούω, απωθώ
β) απομονώνω τμήμα από το κύριο σώμα
7. παθ. ξεχωρίζω ή ξεχωρίζομαι
8. (για παιχνίδι κύβων) κερδίζω
9. εξαλείφω κάτι χαραγμένο σε πέτρα ή ξύλο
10. πλάθω, π.χ. εικόνες, με τον λόγο
11. σταματώ την κίνησή μου.