ενώνω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
(AM ἑνῶ, -όω)
1. από δύο ή περισσότερα απαρτίζω ένα, συναρμολογώ, συνδέω, συναρμόζω
2. (για στρατεύματα) συντάσσομαι με κάποιον για κάποιο σκοπό («πάντα η νίκη, αν ενωθείτε, πάντα εσάς θ' ακολουθεί», Δ. Σολωμός)
3. χημ. παρασκευάζω από δύο ή περισσότερα στοιχεία νέο χημικό μίγμα, χημική ένωση
(α. «ενώνω το οξυγόνο και το υδρογόνο» β. «ἑνωθήσεται καὶ ἀμφότερα ἕv γενήσεται σῶμα», Σέξτ. Εμπ.)
4. συνδέω, συζευγνύω
5. συνδέω με αμοιβαία αισθήματα, σχέσεις (α. «μάς ενώνει θερμή φιλία» β. «οὐδὲν οὕτως συγκολλᾷ καὶ ἑνοῖ τῷ θεῷ», Ιω. Χρυσ.)
νεοελλ.
1. συνδέω με συρραφή ή συγκόλληση («ενώνω τα μανίκια με το φουστάνι»)
2. (για τρεχούμενα νερά) συρρέω, συμβάλλω («ποταμοί, τα ρέματα ενωμένα», Παλαμάς)
μσν.
1. προσθέτω
2. μέσ. συναντιέμαι
3. μέσ. συνέρχομαι, συνουσιάζομαι, ζευγαρώνω
4. παντρεύομαι
5. συναναστρέφομαι
6. συνδέομαι φιλικά
7. συγκρούομαι («ὡς ἀετοὶ πετάμενοι ἑνώθησαν οἱ δύο», Διγ.)
8. (μτβ. και αμτβ.) συναντώ
9. (η παθ. μτχ. ουδ. ως ουσ.) τὸ ἡνωμένον
το ον (Δαμάσκ.)
αρχ.
1. συνδυάζω («ἑνοῦν τὸ ἀκούειν τῷ πράττειν», Φίλ.)
2. παθ. (φιλοσ.) πραγματώνω τήν κατά τον Πλωτίνο ένωση με το θείο
3. (η παθ. μτχ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡνωμένοι
(για στράτευμα) οι συντεταγμένοι στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους ασύντακτους
4. φρ. «ἑνῶ τινα τῇ γῇ» — ενταφιάζω, θάβω
5. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡνωμένα (Λογγίν.)
ονόματα ή προτάσεις σε ενικό αριθμό.