θριγκόω

From LSJ

ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θριγκόω Medium diacritics: θριγκόω Low diacritics: θριγκόω Capitals: ΘΡΙΓΚΟΩ
Transliteration A: thrinkóō Transliteration B: thrinkoō Transliteration C: thrigkoo Beta Code: qrigko/w

English (LSJ)

A surround with a θριγκός, [αὐλὴν] ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ fenced it with thorn-bushes, Od.14.10, dub. in IG12.111.
II build even to the coping stone: metaph., complete, make an end of, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις A.Ag.1283; δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς to bring the house to the height of misery, E.HF 1280; θριγκουμένη… οἰκία Arist.Ph.246a19.

German (Pape)

[Seite 1218] Od. 14, 10 καὶ ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ (αὐλήν), er faßte die Hofmauer oben mit Dornen ein; vgl. Arist. phys. 7, 3; – übertr., ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις Aesch. Ag. 1256, den Gipfel aufsetzen, vollenden; δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς Eur. Herc. Fur. 1280, das Unglück bis auf den höchsten Gipfel steigern.

French (Bailly abrégé)

θριγκῶ :
f. θριγκώσω, ao. ἐθρίγκωσα;
couronner un mur d'un revêtement ; enclore ; fig. mettre le comble à : ἄτας ESCHL à des infortunes.
Étymologie: θριγκός.

Russian (Dvoretsky)

θριγκόω:
1 снабжать венечным карнизом, увенчивать карнизом (θριγκουμένη καὶ κεραμουμένη οἰκία Arst.);
2 снабжать изгородью (αὐλὴν θριγκῶσαι ἀχέρδῳ Hom.);
3 доводить до высшей степени, довершать (ἄτας φίλοις Aesch.): δῶμα θριγκῶσαι κακοῖς Eur. довести семейные несчастья до крайности.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκόω: περιστέφω διὰ θριγκοῦ ἢ γείσου, αὐλὴν ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ, περιέφραξεν εἰς τὸ ἐπάνω μέρος μὲ ἀκανθώδεις θάμνους, Ὀδ. Ξ. 10· θριγκουμένη... οἰκία Ἀριστ. Φυσ. 7. 3, 6. ΙΙ. κτίζω ὁμαλῶς μέχρι τῆς ἀνωτάτης σειρᾶς· καὶ οὕτω μεταφ., συμπληρῶ, τελειώνω, ἄτας τάσδε θριγκώσων φίλοις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1283· δῶμα κακοῖς θριγκοῦν, φέρω τὸν οἶκόν μου εἰς τὸ ὕψος τῆς δυστυχίας, τῆς ἀθλιότητος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1280.

English (Autenrieth)

only aor. ἐθρίγκωσεν, crowned the top of the wall, to make it impassable, with bramble-bushes, Od. 14.10†.

Greek Monotonic

θριγκόω: μέλ. -ώσω,
I. περιτριγυρίζω με γείσο, (αὐλὴν) ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ, περιέφραξε το πάνω μέρος με αγκαθωτούς θάμνους, σε Ομήρ. Οδ.
II. κτίζω μέχρι την ανώτατη σειρά· μεταφ., συμπληρώνω, τελειώνω, «βάζω τη τελευταία πινελιά» σε κάτι, σε Αισχύλ.· δῶμα κακοῖς θριγκοῦν, φέρνω το σπίτι μου στο ανώτατο σημείο μιζέριας, δυστυχίας, σε Ευρ.

Middle Liddell

θριγκόω, fut. -ώσω [from θριγκός
I. to surround with a coping, [αὐλὴν] ἐθρίγκωσεν ἀχέρδῳ he fenced it at top with thornbushes, Od.
II. to build even to the copingstone: metaph. to put the finishing stroke to a thing, Aesch.; δῶμα κακοῖς θριγκοῦν to bring the house to the height of misery, Eur.