κάρταλλος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὁ, basket with pointed bottom, LXX 4 Ki.10.7, al., Sammelb. 6801.4 (iii B. C.), Ph.1.694, Hsch.; also, of a feast, Ph.2.298 (κάρταλος cod.):—Dim. καρτάλλιον, τό, Sammelb.6801.26 (iii B. C.), Glossaria; cf. κερτύλλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κάρταλλος: ὁ, «κόφινος ὀξὺς τὰ κάτω» (Σουΐδ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄,7, κ. ἀλλ.), πρβλ. Φίλωνα 1. 694· παρ’ Ἡσυχ. κάρταλλον, ὅπερ ἑρμηνεύει: «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν τοῖς ὀψαρτυτικοῖς»: - ὑποκορ. καρταλάμιον, τό, (δι’ ἑνὸς λ) ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)
καλάθι με στενή συνήθως βάση
αρχ.
1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή
2. κλουβί για πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, ὁ «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: basket with pointed bottom (LXX, hell., Ph., H.)
Other forms: (rarely -αλος)
Derivatives: Dimin. καρτάλλιον (hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Technical or popular word in -αλλος (cf. Chantraine Formation 245ff.), which one wants to connect with a root *k(e)rt- turn (Pok. 584) "aber im einzelnen dunkel" (Frisk), also supposed in κύρτος. The variant with single -l- rather points to a Pre-Greek word; this fits well the meaning. DELG and Fur 352 suggest καρταλάμιον and κερτύλλιον.
Frisk Etymology German
κάρταλλος: {kártallos}
Forms: (selten -αλος)
Grammar: m.
Meaning: unten spitz zulaufender Korb (LXX, hell. Pap., Ph., H.);
Derivative: Demin. καρτάλλιον (hell. Pap.).
Etymology: Technisches oder volkstümliches Wort auf -αλλος (vgl. Chantraine Formation 245ff.), letzten Endes auf ein Verb drehen, flechten zurückgehend, aber im einzelnen dunkel. Weiteres s. κύρτος.
Page 1,794
German (Pape)
= κάρταλος.