καθυστέρηση

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source

Greek Monolingual

η καθυστερώ
1. αργοπορία, βραδύτητα, αναβολή, επιβράδυνσηκαθυστέρηση πληρωμής»)
2. η μη έγκαιρη άφιξηκαθυστέρηση αεροπλάνου»)
3. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθυστερεί κάποιος («το πλοίο είχε τρεις ώρες καθυστέρηση»)
4. πρωτόγονη κατάσταση, υπανάπτυξη, οπισθοδρομικότητα («στις χώρες αυτές παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση»)
5. (ψυχιατρ.) η βραδύτητα της αναπτύξεως τών νοητικών λειτουργιών, η κατάσταση του διανοητικά καθυστερημένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυστερώ. Η λ., στον λόγιο τ. καθυστέρησις, μαρτυρείται από το 1885 στα έγγραφα της Εταιρείας του Φοίνικος].

Translations

delay

Arabic: تَأْخِير‎, تَأَخَّر‎; Egyptian Arabic: مهلة‎; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: vertraging; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: délai, retard; Galician: demora, mora, retraso; German: Verzögerung, Verspätung; Greek: καθυστέρηση; Ancient Greek: διατριβή, τριβή, μονή, ἕδρα, μελλήματα, μέλλησις, ἐπιμονή, ἐπίσχεσις, μελλώ; Hebrew: איחור / אִחוּר‎; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: ritardo; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن‎, پاشخستن‎; Latin: mora; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ‎, دیرکَرد‎; Polish: opóźnienie; Portuguese: atraso, demora, mora, espera; Romanian: întârziere; Russian: задержка, промедление, опоздание; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: retraso, demora; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر‎; Yiddish: אָפּלייג‎; Zazaki: rotar, peymende