κυνάγχη

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάγχη Medium diacritics: κυνάγχη Low diacritics: κυνάγχη Capitals: ΚΥΝΑΓΧΗ
Transliteration A: kynánchē Transliteration B: kynanchē Transliteration C: kynagchi Beta Code: kuna/gxh

English (LSJ)

ἡ, (κύων, ἄγχω)
A dog-quinsy, Arist.HA604a5, Ant.Lib. 23.2; cf. ὑάγχη: hence,
II sore throat, Hp.VM19, Prog.23, Aph. 3.16 (all pl.), Porph.Abst.3.7: συνάγχη is a constant v.l., but Gal. distinguishes κυνάγχη as an inflammation of the larynx, συνάγχη of the interior muscles of the throat, παρασυνάγχη of the exterior muscles, 8.248,17(2).706.
III dog's collar, AP6.34 (Rhian., v.l. κυνακτάν), 35 (Leon.).
IV pillory, Hsch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνάγχη -ης, ἡ [κύων, ἄγχω] keelontsteking. Hp. hondenhalsband.

German (Pape)

ἡ, Hundebräune, eine Entzündung der Atmungsorgane, wobei der Kranke die Zunge herausstreckt, vgl. συνάγχη.
Bei Rhian. 8 (VI.34) ἐπαυχένιος κυν., Hundehalsband, wie Leon.Tar. 34 (VI.35) ἀγωγαῖος κυν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνάγχη:
1 собачий ошейник Anth.;
2 ангина (у собак) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάγχη: ἡ, (κύων, ἄγχω) κατάρρους μετὰ φλογώσεως, «συνάχι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 2, Ἀντ. Λιβερ. 23· πρβλ. ὑάγχη· ― ὅθεν. ΙΙ. λαιμόπονος, διακρινόμενος εἰς πολλὰ εἴδη, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Προγνωστ. 45, Ἀφ. 1247, κτλ.· ― συνάγχη ἀπαντᾷ συχνάκις ὡς διάφ. γραφή. ― Ἀλλ’ ὁ Γαλην. διακρίνει θεωρῶν τὴν μὲν κυνάγχην ὡς φλόγωσιν τοῦ λάρυγγος, τὴν δὲ συνάγχην ὡς φλόγωσιν τῶν ἐσωτερικῶν μυώνων τοῦ λαιμοῦ, καὶ παρασυνάγχην τῶν ἐξωτερικῶν μυώνων, π. τῶν Πεπονθότ. τόπων 5, εἰς Ἱππ. Ἀφ. 4. 34. ΙΙΙ. κλοιὸς κυνός, Ἀνθ. Π. 6. 34 καὶ 35 (ἄλλ. κυνακτής).

Greek Monolingual

η (Α κυνάγχη)
1. θανατηφόρος ασθένεια τών σκύλων, κατά την οποία φλογίζονται οι πνεύμονες και κρέμεται η γλώσσα
2. φλεγμονή του βλεννογόνου του φάρυγγα και του ισθμού του
αρχ.
1. περιλαίμιο σκύλου
2. κλοιός βασανισμού, βασανιστήρια μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. στηθάγχη, χοιράγχη].

Mantoulidis Etymological

ἡ (=συνάχι). Ἀπό το κύων + ἄγχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.