μαγάδιον
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
τό, Dim. of μαγάς, BGU1125.21 (i B.C.), Ptol.Harm.1.8,3.1, v.l. in Luc.DDeor.7.4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de μαγάς ou de μάγαδις.
German (Pape)
τό, dim. von μαγάς, kleiner Steg, Luc. D.D. 7.4, l.d.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγάδιον: (γᾰ) τό муз. кобылка, подставка для струн Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαγάς, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4 κοινῶς μαγάδα.
Greek Monolingual
μαγάδιον, τὸ (Α) μαγάς
μικρό τεμάχιο από ξύλο που υποβάσταζε τις χορδές τών μουσικών οργάνων.
Greek Monotonic
μαγάδιον: τό, υποκορ. του μαγάς, σε Λουκ.