μακρηγορέω
δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots
English (LSJ)
speak at great length, be long-winded, A.Th.1057, Hp.Nat.Puer.12, E.Hipp.704, Th.1.68, 2.36, Herod.2.60:—Pass., Porph.Chr.23.
French (Bailly abrégé)
μακρηγορῶ :
parler longuement.
Étymologie: μακρήγορος.
German (Pape)
lange, weitschweifig reden; Aesch. Spt. 1043; Thuc. 1.68 und Sp., wie S.Emp. adv.rhet. 100.
Russian (Dvoretsky)
μακρηγορέω: говорить пространно, произносить длинные речи Aesch., Eur., Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορέω: ὁμιλῶ διεξοδικῶς ἢ ἐπὶ πολὺν χρόνον, πολυλογῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 1052, Εὐριπ. Ἱππ. 704, Θουκ. 1. 68., 2. 36· ὅπως ἂν μὴ μακρηγορέων ὑμέας, τῇ παροιμίῃ τρύχω Ἡρώνδ. ΙΙ. 61.
Greek Monotonic
μακρηγορέω: μέλ. -ήσω, μιλώ πολλή ώρα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Middle Liddell
μακρηγορέω, fut. -ήσω
to speak at great length, Aesch., Eur., etc.
Lexicon Thucydideum
longiori oratione uti, to employ a rather long speech, 1.68.3, 2.36.4, 4.59.2.
Translations
prattle
Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô