μονοφυής
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
Ion. μουνοφυής, ές, single, ὀδόντες Hdt.9.83; of bodily organs, τὰ μὲν μ. καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί Arist.PA669b13; ἦτρον Id.HA493a19; opp. πολυσχιδής, Id.PA673b17 (Comp.); of trees or herbs, with a single stem, Thphr. HP 2.6.9, Dsc.4.114; of mountains, with a single summit, Str.12.8.11.
German (Pape)
[Seite 206] ές, aus einem Wuchse, Arist., der part. anim. 3, 7 σπλάγχνα μονοφυῆ das Herz nennt, wie διφυῆ, die aus zwei Teilen bestehenden Nieren; Theophr.; auch compar. μονοφυέστερον, Gegensatz von πολυσχιδές, Ar. ibd. 3, 12; – aus einem Stücke, Her. 9, 83, in ion. Form μουνοφυέες ὀδόντες. – Übh. einfach. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est simple de sa nature, qui ne se compose pas de parties distinctes;
2 qui est d'un seul bloc.
Étymologie: μόνος, φύω.
Russian (Dvoretsky)
μονοφυής: ион. μουνοφυής 2 представляющий собой один кусок, не составной, сплошной (ὀδόντες Her.; σπλάγχνα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μονοφυής: Ἰων. μουν-, ές, ἐκ μιᾶς φυῆς, μονοκόμματος, ἐφάνη δὲ καὶ γνάθος, καὶ τὸ ἄνω τῆς γνάθου, ἔχουσα ὀδόντας μονοφυέας ἐξ ὀστέου πάντας Ἡρόδ. 9. 83· οὕτως ἐπὶ τῶν σωματικῶν ὀργάνων, τὰ μὲν μ. καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 1· ἦτρον π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1· ἐπὶ δένδρων, ἔστι δὲ ὁ φοίνιξ ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν μονοστέλεχες καὶ μονοφυὲς Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 9.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ μονοφυής, -ές, ιων. μουνοφυής)
νεοελλ.
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα
μσν.
αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για δέντρα) αυτός που έχει μία ρίζα ή έναν βλαστό, μονόρριζος
2. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο τεμάχιο, μονοκόμματος
3. (για τα σπλάγχνα) ένας και μόνο, μοναδικός («τὰ μὲν μονοφυῆ καθάπερ καρδία καὶ πλεύμων, τὰ δὲ διφυῆ καθάπερ νεφροί», Αριστοτ.)
4. (για βουνό) αυτός που έχει μία κορυφή, μονοκόρυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μεγαλοφυής].
Greek Monotonic
μονοφυής: (φυή), Ιων. μουν-, -ές, μοναδικής ιδιοσυστασίας, μοναδικός, ξεχωριστός, σε Ηρόδ.