οπότε
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
Greek Monolingual
(Α ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα)
(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι τα πράγματα, οπότε αποφασίζεις»)
2. κάθε φορά που, οσάκις
αρχ.
(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' ὁπότε... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ», Ομ. Ιλ.)
2. με υποτ., όπως το ὁπόταν, σε σχέση με το παρόν ή το μέλλον κατά παράλειψη του ἂν («ὁππότ' ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», Ησίοδ.)
3. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν προκειμένου να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόν («ὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο», Ομ. Ιλ.)
4. με ρ. που δηλώνουν αναμονή («ἷζε... δέγμενος ὁππότε ναῡφιν ἀφορμηθεῖεν», Ομ. Ιλ.)
5. (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) πότε («ἦ ῥά τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται», Ομ. Οδ.)
(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) επειδή βέβαια, αφού, διότι
2. φρ. «εἰς ὁπότε» — όταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπότε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ και το ερωτ. επίρρ. πότε / κότε / πόκα (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα βλ. λ. πο-].