παρανήχομαι

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανήχομαι Medium diacritics: παρανήχομαι Low diacritics: παρανήχομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: paranḗchomai Transliteration B: paranēchomai Transliteration C: paranichomai Beta Code: paranh/xomai

English (LSJ)

swim along the shore, εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω παρανήξομαι Od.5.417; ἐν χρῷ παρενήχοντο τὴν γῆν Plu.2.161f: c. acc. loci, swim past, Poet. ap. eund.2.90d: metaph., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης AP6.296 (Leon.); swim beside, τῇ τριήρει Plu. Them. 10; παρὰ τὰ πλοῖα Id.Tim.19.

German (Pape)

[Seite 491] daneben vorüberschwimmen, wie παρανέω; Od. 5, 417; Plut. Timol. 19 u. öfter; Luc. Mar. D. 6, 2.

French (Bailly abrégé)

f. παρανήξομαι, ao. παρενηξάμην;
1 nager le long du rivage;
2 longer ou dépasser en nageant ou en naviguant, τινι, παρά et l'acc., ou acc. seul.
Étymologie: παρά, νήχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-νήχομαι voorbijzwemmen, langs... zwemmen:; εἰ δέ κ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι als ik nog verder zwem (langs de kust) Od. 5.417; overdr.:; παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης hij is het hoogtepunt van zijn leven voorbij gezwommen AP 6.296.5; naast... zwemmen: met dat.: τῇ τριήρει παρανηχόμενος naast de drieriemer zwemmend Plut. Them. 10.10.

Russian (Dvoretsky)

παρανήχομαι: (fut. παρανήξομαι, aor. παρενηξάμην)
1 плыть мимо (παρά τι Plut.);
2 подплывать Hom., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

παρανήχομαι: ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ παρὰ τὴν ἀκτὴν, εἰ δέ κ’ ἔτι προτέρω παρανήξομαι Ὀδ. Ε. 417· οὕτω, νῆχε πάρεξ Δ. 39· μετ’ αἰτ. τόπου, παρέρχομαι κολυμβῶν, Πλούτ. 2. 90D, πρβλ. Wytt εἰς Πλούτ. 161F· -μεταφορ., παρενήξατο τὸ πλεῦν ἥβης Ἀνθ. Π. 6. 296· νήχομαι πλησίον, τῇ τριήρει Πλουτ. Θεμιστ. 10· παρὰ τὰ πλοῖα ὁ αὐτ. ἐν Τιμολ. 19.

English (Autenrieth)

fut. παρανήξομαι: swim along near the shore, Od. 5.417†.

Greek Monolingual

ΜΑ
περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας
αρχ.
1. κολυμπώ κοντά στην ακτή
2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῖα παρανηχομένους», Πλούτ.)
3. μτφ. διέρχομαι, περνώἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νήχομαι «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

παρανήχομαι: μέλ. -ξομαι, αποθ., κολυμπάω κατά μήκος της ακτής, σε Ομήρ. Οδ.· κολυμπώ δίπλα, τῇ τριήρει, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -ξομαι
Dep. to swim along the shore, Od.: to swim beside, τῇ τριήρει Plut.