περίνησος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
περίνησον, edged with purple (or with a fringe): περίνησον (sc. ἱμάτιον), τό, robe with a purple border (or with a fringe), Antiph.297, Men.92, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 583] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, sc. ἱμάτιον, Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße (νῆσος), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.
Greek (Liddell-Scott)
περίνησος: -ον, ὁ μετὰ ἐρυθρᾶς παρυφῆς, περίνησον (ἐξυπακ. ἱμάτιον), τό, περιβόλαιον ἔχον ἐρυθρὰν παρυφήν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76, «περίνησα· τὰ περιβόλαια, οἷς ἐν κύκλῳ πορφύρα παράκειται» Ἡσύχ.- Κατὰ Φώτ.: «περίνησα:περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ, ὅμοια ταῖς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλουμέναις χλαίναις· Μένανδρος Βοιωτίᾳ».
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νῆσος.