πομπεῖον

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπεῖον Medium diacritics: πομπεῖον Low diacritics: πομπείον Capitals: ΠΟΜΠΕΙΟΝ
Transliteration A: pompeîon Transliteration B: pompeion Transliteration C: pompeion Beta Code: pompei=on

English (LSJ)

τό, (πομπή)
A vessel employed in solemn processions, mostly pl., And.4.29, D.22.48, 69; πομπείων ἐπιστάται IG12.379.7, cf. Philoch.124; at Rome, the apparatus of a triumph, D.C.43.42; πομπεία σκευή is dub. (leg. πομπεῖα [σκεύη]) in D.S.12.40: sg., of a wax bust of Cleopatra carried in triumph, D.C.51.21; πομπείου τυχεῖν to have one's image carried in procession, Aristid.2.38J.
II at Athens, storehouse where such vessels were kept, D.34.39, D.L.2.43,6.22.

German (Pape)

[Seite 678] τό, die zu festlichen Aufzügen gehörigen Gerätschaften, Andoc. 4, 29; ποίησις τῶν πομπείων, Dem. 27, 8; τὰ πομπεῖα κατακόπτειν, ib. 161. – Auch das öffentliche Gebäude in Athen, wo diese Gerätschaften aufbewahrt wurden, Rüstkammer, Dem. 34, 39.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 vase pour les pompes solennelles;
2 le Pompéion, sorte de garde-meubles pour les ornements des pompes religieuses, à Athènes.
Étymologie: πομπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομπεῖον -ου, τό [πομπεύω] meestal plur., ceremoniëel aardewerk.

Russian (Dvoretsky)

πομπεῖον: τό1) (преимущ. pl.) утварь для торжественных процессий Dem., Plut.;
2) помпейон (в Афинах, место хранения этой утвари) Dem., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πομπεῖον: τό, (πομπὴ) πᾶν σκεῦος οὖ χρῆσις ἐγίνετο ἐν πομπαῖς, Ἀριστείδ. 2. 38· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀνδοκ. 32 ἐν τέλει. Δημ. 608. 4., 615. 2, Φιλόχορ. 124· ἐν Ρώμῃ τὰ σκεύη καὶ ἡ λοιπὴ παρασκευὴ τοῦ θριάμβου, Δίων Κ. 43. 42., 51, 21· καλουμένη πομπεία σκευὴ παρὰ τῷ Διοδ. 12. 40 (κοινῶς: πομπία). ΙΙ. ἐν Ἀθήναις δημοσία οἰκοδομή, ἔνθα τοιαῦτα σκεύη ἐφυλάσσοντο, Δημ. 918. 26, Διογ. Λ. 2. 43., 6. 22. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πομπεῖα· τὰ πρὸς τὰς πομπὰς σκεύη, ἢ τόποι, ἐν οἷς τὰ ἐκ τῆς πομπῆς ἀποτίθεται».

Greek Monolingual

τὸ, Α πομπεύω
1. αγγείο, σκεύος που χρησιμοποιούσαν στις πομπές
2. (στη Ρώμη) τα σκεύη και ό,τι άλλο ήταν αναγκαίο για την τέλεση θριάμβου
3. κέρινη προτομή της Κλεοπάτρας που περιέφεραν θριαμβευτικά
4. (στην Αθήνα) δημόσιο οικοδόμημα, στον Έσω Κεραμεικό, όπου φυλάγονταν τέτοια σκεύη
5. φρ. «πομπείου τυχεῖν» — το να περιφέρει κανείς την εικόνα κάποιου σε πομπή.

Greek Monotonic

πομπεῖον: τό (πομπή),
I. κάθε δοχείο που χρησιμοποιείται σε πομπές, σε ιερές τελετουργίες, σε Δημ.
II. στην Αθήνα, δημόσιο κτίσμα στο οποίο φυλάσσονταν τέτοια σκεύη, στον ίδ.

Middle Liddell

πομπεῖον, ου, τό, πομπή
I. any vessel employed in solemn processions, Dem.
II. at Athens, a storehouse for such vessels, Dem.