ποῖ

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποῖ Medium diacritics: ποῖ Low diacritics: ποι Capitals: ΠΟΙ
Transliteration A: poî Transliteration B: poi Transliteration C: poi Beta Code: poi=

English (LSJ)

interrog. Adv.
A whither? v.l. in Thgn.586 (leg. πῇ), freq. in Trag., Com., and Att. Prose; ποῖ με χρὴ μολεῖν; S.El.812; ποῖ τις φύγῃ; Ar.Pl.438; ποῖ τις ἂν τράποιτο; ποῖ τις τρέψεται; ib.374, Th.603; ellipt., ποῖ Κλυταιμνήστρα; = whither has she gone? A.Ch.882, cf. 405 codd. (lyr.).
2 c. gen., ποῖ χθονός; ποῖ γᾶς; = to what spot of earth? Id.Supp.777(lyr.), S.Tr.984(anap.), etc.; ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Id.OC170 (anap.), 310, Tr.705; cf. κῆχος.
II to what end? πῶς τε καὶ ποῖ τελευτᾷ; A.Pers.735, cf. Ch.732; ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταθήσεις; S.OC227 (anap.).
III how long? ποῖ χρῆν ἀναμεῖναι; Ar.Lys.526.
B ποι, enclit. Adv. somewhither, S.OC26, Ar.Pl. 447, Pl.R.420a, etc.
2 Aeol. = που (q.v.).
C ποί, Dor. = πρός, v. ποτί.
D ποῖ shortened for ποῖον, Ar.Lys.193, 383 (cf. ποίαν monosyll. in V.1369 and v. ποῖος 1.2).

German (Pape)

[Seite 645] adv. der Frage, wohin? zuerst bei Theogn. u. Tr agg.: ποῖ ποτ' ἤγαγές με, Aesch. Ag. 1057, 1109 u. öfter; ποῖ δ' ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; Spt. 142; ὅρα ποῦ στάσει. ποῖ δὲ βάσει, Soph. Phil. 834; ποῖ φύγω; O. C. 832; ποῖ γᾶς ἥκω; Tr. 980; u. übertr., ποῖ φρενῶν ἔλθω; O. C. 311; ποῖ γνώμης πέσω; Tr. 702; Eur. Or. 510; ποῖ γῆς; Ar. Plut. 605; ποῖ τις τρέψεται, ποῖ τις ἂν τράποιτο; Thesm. 603 Plut. 374; u. in Prosa: ποῖ ἂν ἄλλοσε φαῖμεν τὰς τοιαύτας ἰέναι; Plat. Phaed. 82 a; ποῖ βλέπων ὁ νομοθέτης τὰ ὀνόματα τίθεται; Crat. 389 a, u. sonst. – Die Fälle, wo es für ποῦ stehen soll, lassen sich durch richtige Auffassung des Zusammenhanges anders erklären, vgl. Herm. Soph. Ant. 42, Lob. Phryn. 43 u. Vors. Eur. Hec. 1070. – (Eigtl. alter dat. von ποσ, also dem π ῇ entsprechend, nur ausschließlich die Bewegung nach einem Orte hin bezeichnend.)

French (Bailly abrégé)

adv. interr.
1 où ? avec mouv. ; avec un gén. : ποῖ χθονός ; ESCHL, ποῖ γῆς ; SOPH en quel endroit de la terre ? fig. ποῖ φρενῶν ; SOPH, ποῖ γνώμης ; SOPH à quelle pensée, à quelle résolution m'arrêter ?;
2 vers quel but ?
Étymologie: *πός, cf. corrél. οἷ, ὅποι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποῖ [~ πο-] adv. interrog., waarheen?:; ποῖ Κλυταιμνήστρα; waar is K. gebleven? Aeschl. Ch. 882; met gen..; ποῖ γᾶς ἥκω; waar ter wereld ben ik gekomen? Soph. Tr. 984; overdr. hoe?:; ποῖ καταθήσεις hoe wil je (je belofte) inlossen? Soph. OC 227; ποῖ λευκὸν ἵππον; hoezo een wit paard? Aristoph. Lys. 193; ποῖ... χρῆν ἀναμεῖναι; hoezo moesten we wachten? Aristoph. Lys. 526; met gen.. οὐκ ἔχω ποῖ γνώμης πέσω; ik weet niet bij welk inzicht ik moet uitkomen Soph. Tr. 705.

Russian (Dvoretsky)

ποῖ: adv. interr.
1 куда: π. με χρὴ μολεῖν; Soph. куда мне идти?; π. φύγωμεν Ἀπίας χθονός; Aesch. в какую часть земли Аписа бежать нам?; π. Κλυταιμνήστρα; Aesch. куда (девалась) Клитемнестра?; π. φρενῶν ἔλθω; Soph. что подумать мне?; π. ἂν ἄλλοσε; Plat. куда же еще?;
2 доколе: π. χρὴ ἀναμεῖναι; Arph. доколе нужно ждать?

Greek Monotonic

ποῖ: ερωτημ. επίρρ., (πρβλ. ποῦ
Α. I. 1. προς ποιο μέρος; Λατ. quo? σε Θέογν. κ.λπ.
2. με γεν., ποῖ χθόνος; ποῖ γῆς; σε ποιο μέρος της γης; σε Αισχύλ.· ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; σε Σοφ.
II. προς ποιο σκοπό; προς ποιο σημείο; ποῖ τελευτᾷ; σε Αισχύλ. Β.ποι, εγκλιτ. επίρρ., προς κάποιο μέρος, προς τα κάπου, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

ποῖ: ἐρωτημ. ἐπίρρ. (πρβλ. ποῦ) πρὸς ποῖον μέρος; Λατ. quo, πρῶτον παρὰ Θεόγνιδι. 586, ἀκολούθως παρὰ Τραγ. καὶ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις· ποῖ με χρὴ μολεῖν; Σοφ. Ἠλ. 812· ποῖ τις φύγῃ; Ἀριστοφ. Πλ. 439· ποῖ τις ἂν τράποιτο; ποῖ τις τρέψεται; αὐτόθι 374, Θεσμ. 603· ἐλλειπτ. ποῖ Κλυταιμνήστρα; ποῦ ἔχει ἀπέλθει; Αἰσχύλ. Χο. 882, πρβλ. 405. 2) μετὰ γεν., ποῖ χθονός; ποῖ γῆς; εἰς ποῖον μέρος τῆς γῆς; Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 777,; Σοφ. Τρ. 984, κτλ.· ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Σοφ. Ο. Κ. 170, 310, Τρ. 705· ἴδε κῆχος ― Διαφέρει ἀπὸ τοῦ πῆ; καθ’ ὅσον τὸ ποῖ; σημαίνει πρὸς ποῖον μέρος; τὸ δὲ πῆ; ποῦ Λατ. qua? ἴδε Ellendt Λεξ. Σοφ. ἐν λέξ. ― Οὐδαμοῦ δύναται νὰ εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ ποῦ; Λατ. ubi? π. χ. ἐν Σοφ. Ἠλ. 958, ποῖ μενεῖς ῥᾴθυμος εἰς τίν’ ἐλπίδων βλέψασα, δὲν ἀνήκει εἰς τὸ μενεῖς, ἀλλ’ εἰς τὸ βλέψασα, ἀλλὰ κατὰ τὸν Jebb τὸ ποῖ... μενεῖς = μέχρι τίνος, εἰς τίνα χρόνον, ἴδε ΙΙΙ: ἴδε προσέτι ποῦ. II. πρὸς τίνα σκοπόν; Λατ. quorsum? πῶς τε καὶ ποῖ τελευτᾷ; Ἀριστοφ. Πέρσ. 735. πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Χο. 732, Ἕρμανν εἰς Σοφ. Ο. Κ. 227. ΙΙΙ. ἐπὶ πόσον; ἕως πότε; Λατ. quousque? ποῖ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῖναι; Ἀριστοφ. Λυσ. 526. Β. ποῖ, ἐγκλιτ. ἐπίρρ., εἴς τι μέρος, «κἄπου», Σοφ. Ο. Κ. 26, Ἀριστοφ. Πλ. 447, Πλάτ. Πολ. 420Α, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Τρ. 303. ― Ὁ ἀναφορ. τύπος εἶναι οἷ, ὅποι.

Middle Liddell

[cf. ποῦ]
I. interrog. adv. whether? Lat. quo? theogn., etc.
2. c. gen., ποῖ χθονός; ποῖ γῆς; to what spot of earth? Aesch.; ποῖ φροντίδος; ποῖ φρενῶν; ποῖ γνώμης; Soph.
II. to what end? in what point? ποῖ τελευτᾷ; Aesch.

English (Woodhouse)

in what direction, to what destination

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)