πυρρόχρους
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
-ουν, contr. for πυρρόχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. πυρρόχροος.
Greek Monolingual
-ουν, και πυρρόχροος, -η, -ο / πυρρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χροος / -χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδόχρους].