σκηνίτης

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνῑ́της Medium diacritics: σκηνίτης Low diacritics: σκηνίτης Capitals: ΣΚΗΝΙΤΗΣ
Transliteration A: skēnítēs Transliteration B: skēnitēs Transliteration C: skinitis Beta Code: skhni/ths

English (LSJ)

[ῑ] (in codd. sometimes misspelt σκηνήτης, which is accepted by Eust.70.29), ου, ὁ,
A dweller in tents or booths, of nomad tribes, Str.2.5.32, 11.2.1, etc.; one who keeps a stall, IG22.1672.15,171, 7.2712.72 (Acraephia).
2 a low fellow, Isoc.17.33.
II Adj. in or belonging to a tent, βίος D.S.2.40; κισσός AP7.36 (Eryc.).

German (Pape)

[Seite 895] ὁ, 1) = σκηνήτης, Isocr. 17, 33. – 2) als adj., im Zelt, an der Hütte befindlich; βίος, D. Sic. 2, 40; κισσός, Eryc. 13 (VII, 36).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui vit sous la tente;
2 nomade ; marchand forain ; petit marchand.
Étymologie: σκηνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνίτης -ου, ὁ [σκηνή] nomade.

Russian (Dvoretsky)

σκηνίτης: ου (ῑ) adj. m пребывающий в шатрах, т. е. кочевой, бродячий (βίος Diod.; κισσός Anth.).
ου ὁ рыночный торговец, мелкий торгаш Isocr.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῖτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα
2. συνεκδ. νομάδας
αρχ.
1. φτωχός, άπορος άνθρωπος
2. ο κάτοχος στάβλου
3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].

Greek Monotonic

σκηνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί σε σκηνές, σε Στράβ.· μεταφ., άπορος, περιθωριακός, σε Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίτης: (ἐν Ἀντιγράφοις ἐνίοτε πλημμελῶς σκηνήτης), ου, ὁ, ὁ κατοικῶν ἐν σκηναῖς ἢ καλύβαις, ἐπὶ νομαδικῶν φυλῶν, Στράβ. 130, 492, κτλ.· ὁ ἀντὶ ἐργαστηρίου ἔχων σκηνήν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 53, ἴδε Keil Inscr. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ἐν σκηναῖς ἢ ἀνήκων εἰς σκηνάς, βίος Διόδ. 2. 40· κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 36.

Middle Liddell

σκηνῑ́της, ου, ὁ,
a dweller in tents, Strab.: metaph. a low fellow, Isocr.