συγκοιμίζω
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
put to bed together, join in wedlock, τινά τινι Ar.Av.1734.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κοιμίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κοιμίζω, Att. ook ξυγκοιμίζω samen in bed leggen (met), laten slapen (met), seks.; met acc. en dat.
Russian (Dvoretsky)
συγκοιμίζω: досл. укладывать на общем ложе, перен. сочетать (τῷ ὑμεναίῳ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκοιμίζω: κοιμίζω ὁμοῦ, συνδέω διὰ γάμου, νυμφεύω, τινά τινι, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1734.
Greek Monolingual
Α
ενώνω κάποιον με τα δεσμά του γάμου, νυμφεύω, παντρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κοιμίζω «βάζω κάποιον να πλαγιάσει, να κοιμηθεί»].
Greek Monotonic
συγκοιμίζω: μέλ. -σω, ενώνω με τα δεσμά του γάμου, παντρεύω, τινά τινι, σε Αριστοφ.