Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλλογιστικός

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογιστικός Medium diacritics: συλλογιστικός Low diacritics: συλλογιστικός Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syllogistikós Transliteration B: syllogistikos Transliteration C: syllogistikos Beta Code: sullogistiko/s

English (LSJ)

συλλογιστική, συλλογιστικόν,
A inferential, Pl.Def.414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.Conj. 252.5; σημεῖον Gal.15.419.
2 syllogistic, Arist.APr.42a36, al. Adv. συλλογιστικῶς Id.Rh.1401a8.
3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.

German (Pape)

[Seite 976] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement ; particul. syllogistique ; t. de gramm. connecteur, (particule) marquant les articulations logiques (ἄρα, ἀλλά, οὐκοῦν, etc.);
2 habile à raisonner, fin, habile.
Étymologie: συλλογίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιστικός -ή -όν [συλλογίζομαι] gebaseerd op een syllogisme, deductief. [Plat.] Def. 414e. adv. συλλογιστικῶς op de manier waarop je een syllogisme maakt, alsof je een syllogisme maakt. Aristot. Rh. 1401a8.

Russian (Dvoretsky)

συλλογιστικός:
1 умозаключающий (λόγος Plat.);
2 лог. силлогистический, дедуктивный Arst.;
3 грам. (о союзах ἄρα, οὐκοῦν, τοίνυν и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συλλογιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συλλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.
γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.)
2. φρ. «συλλογιστικό σχήμα»
(λογ.) τύπος συλλογισμού ο οποίος καθορίζεται από τη φύση τών προτάσεων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους καθώς και από το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. σχήμα συλλογισμού
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η συλλογιστική
(λογ.) α) η συστηματική μελέτη τών συλλογισμών
β) ο αρχαιότερος κλάδος της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο οποίος επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την απόφανση για την παραγωγή ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συλλογιστικοί
οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι.
επίρρ...
συλλογιστικῶς Α
με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.

Greek Monotonic

συλλογιστικός: -ή, -όν (συλλογίζομαι), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λογικό υπολογισμό ή συλλογισμό, διανοητικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.

Middle Liddell

συλλογιστικός, ή, όν συλλογίζομαι
of or for concluding, syllogistic, Arist.:—adv. -κῶς, Arist.