φωτιά

Greek Monolingual

η, Ν [[φως, φωτός]]
1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ
2. φλόγα
3. πυρκαγιά, εμπρησμός
4. μτφ. μάχη, πόλεμος
5. φρ. α) «βάζω φωτιά»
i) πυρπολώ
ii) μτφ. προκαλώ καβγά
β) «φωτιά που μάς έκαψε» — μάς βρήκε μεγάλη συμφορά
γ) «βάζω το χέρι μου στη φωτιά»
μτφ. βεβαιώνω απόλυτα, είμαι απόλυτα βέβαιος, παίρνω όρκο
δ) «φωτιά στη φωτιά» — αντίδραση με τα ίδια βίαια μέσα
ε) «φωτιά και λάβρα» — μεγάλη ζέστη
στ) «είναι φωτιά και λαύρα»
μτφ. i) (για πρόσ.) είναι πολύ οργισμένος
ii) (για είδη εμπορίου) είναι πανάκριβα
ζ) «παίρνει φωτιά με το πρώτο»
i) (κυριολ.) αναφλέγεται εύκολα
ii) μτφ. οργίζεται, εξάπτεται εύκολα
6. παροιμ. α) «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σ(ι)άζει» — δηλώνει ότι με την τιμωρία αναστέλλεται ή περιορίζεται η τάση προς το κακό
β) «η φωτιά και το μπαρούτι δεν συγκαίουνε» — δηλώνει ότι είναι αδύνατη η συνύπαρξη προσώπων ή πραγμάτων που είναι από τη φύση τους ασυμβίβαστα.