χαριτογλωσσέω
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
Att. χαριτογλωττέω, speak to please, A.Pr.296 (anap.), Ath.4.164b, Sch.E.Or.1514 (v.l. χαριτογλώττιζεις).
German (Pape)
[Seite 1339] att. -ττέω, zu Gefallen, nach dem Munde reden, Aesch. Prom. 294.
French (Bailly abrégé)
χαριτογλωσσῶ :
faire le gracieux ou l'aimable en paroles.
Étymologie: χάρις, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρῐτογλωσσέω: атт. χᾰρῐτογλωττέω говорить льстивые речи Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριτογλωσσέω: Ἀττ. -ττέω, πρὸς χάριν λέγω, ἡδυγλωττῶ, ἡδυλογῶ, ὁμιλῶ κολακευτικῶς, λέγω γλυκὰ λόγια, γνώσει δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ μάτην χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι Αἰσχύλ. Προμ. 294, ἔνθα ὁ Σχολια. ἑρμην.: «χαριτογλωσσεῖν, μέχρι γλώσσης χαρίζεσθαί σοι καὶ οὐκ ἔργοις» Ἀθην. 146Β, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1514 (διαφ. γραφ. χαριτογλωττίζεις).
Greek Monotonic
χᾰρῐτογλωσσέω: Αττ. -ττέω(γλῶσσα), μιλώ για να ευχαριστήσω, κολακεύω με τη γλώσσα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χαρῐτο-γλωσσέω, γλῶσσα
to speak to please, gloze with the tongue, Aesch.