ἀνοσιότης
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
English (LSJ)
-ητος, ἡ, unholiness, wickedness, v.l. in Pl.Euthphr.5d; ἀνοσιότης καὶ δεινότης τῶν πεπραγμένων Isoc.12.121.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
impiedad sacrilega como propiedad de lo ἀνόσιον Pl.Euthphr.5d, cf. Horap.2.19
•c. gen. τί γὰρ οὐκ ἂν εὕροιμεν τῶν ὑπερβαλλόντων ἀνοσιότητι καὶ δεινότητι πεπραγμένον ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσιν; Isoc.12.121, ἡ τῶν ἁμαρτημάτων ... ἀνοσιότης Plu.2.1051b, ἡ τῶν Χαναναίων ἀνοσιότης Cyr.Al.M.71.140A, de los nestorianos, Cyr.Al.M.76.293B.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
impiété, sacrilège.
Étymologie: ἀνόσιος.
German (Pape)
ητος, ἡ, Gottlosigkeit, Plat. Euthyphr. 5d und sonst; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοσιότης: ητος ἡ нечестие Isocr., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοσιότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἀνόσιος, ἀσέβεια, Πλάτ. Εὐθύφρ. 5D· ἀν. καὶ δεινότης τῶν πεπραγμένων Ἰσοκρ. 257D.
Greek Monotonic
ἀνοσιότης: -ητος, ἡ (ἀνόσιος), μιαρότητα, ανιερότητα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[from ἀνόσιος
profaneness, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
impiety
Bulgarian: безбожие, неблагочестивост; French: impiété; German: Pietätlosigkeit; Greek: ανοσιότητα, ασέβεια; Ancient Greek: ἄγος, ἀθεμιστία, ἀθεότης, ἀλειτεία, ἀλειτία, ἀλιτεία, ἀλίτημα, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀναγνεία, ἀνευλάβεια, ἀνομία, ἀνοσιότης, ἀνοσιουργεία, ἀνοσιουργία, ἀσέβεια, ἀσέβημα, ἀφοβία, βεβηλότης, δυσσέβεια, δυσσεβία, δυσσεβίη, τὸ δυσεβές; Irish: aindiagacht; Lithuanian: bedieviškumas; Russian: нечестивость, непочтительность; Spanish: impiedad; Swedish: hänsynslös, ogudaktighet
wickedness
Bulgarian: злоба, лошотия; Catalan: dolenteria, malícia; Finnish: pahuus; French: méchanceté, perversité; German: Bosheit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐍅𐌰𐍅𐌴𐍃𐌴𐌹; Greek: μοχθηρία, κακία, αχρειότητα; Ancient Greek: ἀνοσιότης, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, ἀτοπία, κάκη, κακία, κακοεργία, κακοεργίη, κακότης, κακοτροπία, κακουργία, μοχθηρία, πανουργία, πονηρία, ῥᾳδιουργία, τὸ κακόηθες, τὸ πανοῦργον, φαυλότης; Hebrew: רִשְׁעוּת; Irish: áibhirseoireacht, coireacht, colaí, díchúis, lochtaíl, mallaitheacht, urchóideacht; Italian: cattiveria; Lao: ຄວາມຊົ່ວ; Middle English: wikkednesse; Occitan: marridesa, aulesa, malícia, perversitat, malesa, malor, emmaliment, marridariá; Romagnol: cativēria; Romanian: răutate, perversitate, ticăloșie; Russian: злоба; Sanskrit: अधर्म, निकृति; Spanish: maldad, perversidad, perversión, malicia; Tocharian B: yolaiññe; Ukrainian: злочестивість