ἀπενιαυτίζω

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπενῐαυτίζω Medium diacritics: ἀπενιαυτίζω Low diacritics: απενιαυτίζω Capitals: ΑΠΕΝΙΑΥΤΙΖΩ
Transliteration A: apeniautízō Transliteration B: apeniautizō Transliteration C: apeniaftizo Beta Code: a)peniauti/zw

English (LSJ)

A go into banishment for a term of years, X.Mem.1.3.13, Nic.Dam. p.18 D., Philostr.VA1.13; ἐνιαυτοὺς τρεῖς ἀ. Pl.Lg.868d.
II outlive the year after a thing, D.C.46.49.

Spanish (DGE)

1 marchar al exilio por un año σοὶ ... συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι X.Mem.1.3.13, cf. Nic.Dam.13, Philostr.VA 1.13.
2 sobrevivir un año οὐδεὶς γὰρ ... συνάρχοντά τινα καταλύσας ἀπενιαύτισεν D.C.46.49.2, cf. 75.16.4.

German (Pape)

[Seite 286] 1) = ἀπενιαυτέω, Xen. Mem. 1, 3, 13; Philostr.; Suid. ἐνιαυτῷ φυγεῖν τὴν πατρίδα. – 2) ein Jahr überleben, oder noch ein Jahr leben, Dio Cass. 46, 49.

French (Bailly abrégé)

1 être exilé pour un an;
2 survivre un an.
Étymologie: ἀπό, ἐνιαυτός, -ιζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπενιαυτίζω: Xen. = ἀπενιαυτέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπενιαυτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἀπέρχομαι εἰς ἐξορίαν ἐπὶ ἕν ἔτος, «ἀπενιαυτίσαι δέ, τὸ φυγεῖν ἔτος, ἤ παύσασθαί τινος ἐπὶ ἐνιαυτὸν» Πολυδ. Α΄, 58, σοὶ δέ, ω Κριτόβουλε, συμβουλεύω ἀπενιαυτίσαι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 13· οὕτως ἐν Πλάτ. Νόμ. 866C, ἡ Ἀλδ. ἔκδ. ἔχει ἀπενιαυτισάτω (ἀλλ’ ἕτερα χειρόγραφα -ησάτω), ἐνῷ ἐν 868C, πάντα συμφώνως ἔχουσι τὴν γραφὴν ἀπενιαυτεῖν: ἴδε Μύλλερον εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. §44. ΙΙ. ζῶ μετὰ συμβεβηκός τι ἄλλο ἕν ἔτος, ἐπιζῶ, ἕν ἔτος, Δίων Κ. 46. 49.

Greek Monolingual

ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)
1. εξορίζομαι για ένα έτος
2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαιδιέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].