ἀπόπατος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ (ἡ only in Greg.Cor. p.521 S.)
A ordure, Hp.Prorrh.2.4, Plu.2.727e, Luc.Trag.168.
2 = ἄφοδος, privy, Ar.Ach.81, Poll.10.44.
Spanish (DGE)
(ἀπόπᾰτος) -ου, ὁ
• Morfología: [ἡ sólo en Greg.Cor.p.521]
1 deposición, excremento Hp.Morb.4.43, 54, Prorrh.2.4, de un animal, Gal.11.882, usado como medicina μυῶν Hp.Mul.1.78, cf. Plu.2.727d, Luc.Trag.168, Et.Gen.1048.
2 retrete, letrina εἰς ἀπόπατον ᾤχετο Ar.Ach.81, cf. Poll.10.44, Orib.3.15.3.
German (Pape)
[Seite 318] ὁ, bei Greg. Cor. p. 521 ἡ, 1) der Stuhlgang, bes. Menschenloth, Hippocr.; Luc. Tragodop. 165; χελιδόνος ἀφείσης ἐπ' αὐτὸν ἀπόπατον Plut. Symp. 8, 7, 2. – 2) der Abtritt, Ar. Ach. 81, wo der Schol. zu vgl.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 excrément;
2 lieu d'aisances.
Étymologie: ἀποπατέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπᾰτος: ὁ
1 экскременты Plut., Luc.;
2 отхожее место Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπᾰτος: ὁ, (καὶ ἡ) κόπρος, Ἱππ. Προρρ. 86, Πλούτ. 2. 727D, Λουκ. Τραγ. 168. 2) = ἄφοδος, ἀφοδευτήριον, ἀπόπατος, ἀναγκαῖον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 81, Πολυδ. Ι΄, 44.
Greek Monolingual
ο (Α ἀπόπατος)
αφοδευτήριο, αποχωρητήριο
αρχ.
αποπάτημα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποπατώ (-έω), με υποχωρητικό σχηματισμό].
Greek Monotonic
ἀπόπᾰτος: ὁ, επίσης ἡ, απόμερος τόπος μακριά από τον δρόμο, αφοδευτήριο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
a place out of the way: a privy, Ar.
Translations
excrement
Arabic: غَائِط, بِرَاز, خَرَاء, خِرَاء; Armenian: կղկղանք; Azerbaijani: nəcis; Balinese: tai; Belarusian: спаражнення, экскрыменты, кал, фекаліі; Bulgarian: изпражнение, фекалии, екскременти; Burmese: မစင်, ချေး, အညစ်အကြေး; Catalan: femta; Chinese Cantonese: 屎; Dungan: дафын, сы; Mandarin: 大便, 屎, 糞, 粪; Czech: výkal, stolice; Danish: ekskrement, afføring; Dutch: uitwerpselen; Esperanto: feko, ekskremento; Fijian: dā; Finnish: lanta, uloste; French: excrément; Galician: excremento; Gamilaraay: guna; Georgian: ექსკრემენტები, ფეკალია, განავალი; German: Ausscheidungen, Kot; Greek: περίττωμα; Ancient Greek: ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίσσωμα, περίττωμα, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα; Gujarati: ગૂ, હગાર, હંગણ, છી; Higaonon: ta-i; Hindi: टट्टी, मल, गू, गूह, गुह, गोबर, पाखाना, विष्ठा; Hawaiian: kūkae; Hungarian: ürülék; Ido: exkremento; Indonesian: tahi; Italian: escremento; Japanese: 便, 大便, うんこ, うんち, 糞; Javanese: tai; Khmer: គូទ, វច្ច, ឧច្ចារ, លាមក; Korean: 똥, 뒤, 대변; Lao: ອາຈົມ, ອຸດຈາຣະ, ຂີ້; Latin: fimum, egeries, stercus; Lü: ᦃᦲᧉ; Macedonian: измет, екскремент; Malay: air besar, tahi, tinja; Malayalam: മലം, തീട്ടം, കാട്ടം; Maori: tūtae, hamuti, paru, paranga, karaweta, paraweta; Mongolian: баас, шээс; Navajo: chąąʼ; Ngarrindjeri: kunar; Norwegian Bokmål: avføring; Nynorsk: avføring; Ojibwe: moo; Old East Slavic: говьно; Oromo: udaan; Pitjantjatjara: kuna; Plautdietsch: Kak; Polish: kał, ekskrementy, odchody; Portuguese: excremento, fezes; Quechua: q'awa, aka; Romagnol: càca; Romanian: excrement, materii fecale, fecale; Russian: кал, экскременты, испражнения, фекалии; Samoan: tae; Sanskrit: गूथ; Serbo-Croatian Cyrillic: екскремент, измет; Roman: ekskrement, izmet, izmetine; Slovak: výkal; Slovene: blato, iztrebek, izloček; Spanish: excremento; Swedish: avföring; Tausug: tai; Tedim Chin: eek; Tetum: teen; Thai: อาจม, อุจจาระ, ขี้; Tocharian B: weṃts; Turkish: dışkı; Ukrainian: випорожнення, екскременти, кал, фекалії; Uzbek: najas, axlat; Vietnamese: phân, cứt; Warlpiri: kuna; Zazaki: gi; Zhuang: haex