ἀριθμητικόν

From LSJ

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀριθμητικόν: κ΄ = 20, ἀλλὰ ͵κ = 20,000. Τὸ ἀριθμητικὸν κα΄ (21) κεῖται ὡς μία συλλαβὴ ἔν τινι ἐμμέτρῳ ἐπιγραφῇ δημοσιευθείσῃ ὑπὸ τοῦ Keil ἐν τῇ Φιλολογικῇ Ἐφημερίδι τοῦ Bergk (Bergk’s Philol. Journal) (1846), σ. 984, ὡς τὸ ζήσασα ἔτη ε΄, ἐν τέλει ἑξαμέτρου. Ι. τὸ κ εἶναι τὸ ψιλὸν οὐρανισκόφωνον ἄφωνον ἔχον ἀντίστοιχα τὸ μέσον γ καὶ τὸ δασὺ χ. Ἐν ταῖς Ἰνδο-Ευρωπϊκαῖς γλώσσαις τὸ Ἑλλ. κ, Λατ. c (k), q, Σανσκρ. k, kh, k΄ ἢ s΄ = τῷ Γοτθ. καὶ Γερμ. ἀρκτικῷ h, καὶ (ἐνίοτε) τῷ μέσῳ g· ὡς, καρδίᾳ, κέαρ, Λατ. cor, Σανσκρ. hrid = Γοτθ. hairto, Ἀρχ. Σκανδιν. hjarta, Ἀγγλο-Σαξον. heorte, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμαν. herza· - κάλαμος, Λατ. calamus, culmus, Σανσκρ. kalamas = Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. halam, halm· - κάνναβις, Σανσκρ. ←anam = Ἀρχ. Σκανδ. hanpr. Ἀγγλο-Σαξον. hœnep, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hauf· - κεφαλή, Λατ. caput, Σανσκρ. kapâlas = Γοτθ. haubith, Ἀρχ. Σκανδ. höfud, Ἀγγλο-Σαξον. heâfod, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. houpit· - κύων (κυνός), Λατ. canis, Σανσκρ. ←vâ (ἀντὶ ←van), = Γοτθ. hunds, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hund, κτλ.· - νύξ, (νυκτός), Λατ. nox (noct-is), Σανσκρ. nak, naktis, = Γοτθ. nahts, Ἀγγλο-Σαξον. niht. Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. naht· - δέκα, Λατ. decem, Σανσκρ. da←an, = Γοτθ. taihun, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. zehan· - ὀκτώ, Λατ. octo, Σανσκρ. ashtâu, Γοτθ. ahtau, Ἀγγλο-Σαξον. eahta, Γερμ. acht. ΙΙ. μεταβολαὶ τοῦ κ ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς διαλέκτοις, κτλ.· 1) παρ’ Ἴωσι τὸ κ ἀντικαθιστᾷ τὸ χ, ὡς, κιθὼν δέκομαι βάθρακος κύθρη ἀντὶ χιτὼν δέχομαι βάτραχος χύτρα: - οὕτως οἱ παλαιότεροι Ἀττ. μετέβαλλον τὸ χνόος, γνάπτω, ῥέγχω εἰς κνόος, κνάπτω, ῥέγκω. 2) Παρ’ Ἴωσι τὸ κ ἐνίοτε ἀντικαθιστᾷ τὸ π, ὡς κου, κοτε, κως, κτλ., ἀντὶ που, ποτε, πως, κτλ.· οὕτως, ἴσκε = ἔνισπεν, ἵππος Λατ. equus, σκῦλον Λατ. spolia, κώληξ Λατιν, poples· πρβλ. ὡσαύτως αἰ-πόλος, πᾶς καὶ ἕκαστος. 2) παρὰ Δωρ. τὸ κ ἐναλλάσσσεται μετὰ τοῦ τ, ὡς ὄκα, ἄλλοκα, τῆνος ἀντὶ ὅτε, ἄλλοτε, κεῖνος. 4) παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς τὸ κ προετάσσετο λέξεών τινων, ὡς καπήνη ἀντὶ ἀπήνη, Ἀθήν. 418C. 5) τὸ γ πρὸ τοῦ κ (ὡς καὶ πρὸ τοῦ γ, χ, ξ) προφέρεται ὑγρῶς ὡς ν· - πρβλ. κόππα.