ἁπλοΐζομαι

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπλοΐζομαι Medium diacritics: ἁπλοΐζομαι Low diacritics: απλοΐζομαι Capitals: ΑΠΛΟΪΖΟΜΑΙ
Transliteration A: haploḯzomai Transliteration B: haploizomai Transliteration C: aploizomai Beta Code: a(ploi/+zomai

English (LSJ)

(ἁπλοῦς) behave simply, deal frankly, πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18; to be simple in habits, D.C.65.7; to be reduced to simplicity, Dam.Pr.32.—Act. in same sense, Sch.Od.6.187.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tard. act. Sch.Od.6.187]
1 de pers. ser sencillo o natural πρὸς τοὺς φίλους X.Mem.4.2.18, cf. Sch.Od.l.c.
abs. ser de costumbres sencillas D.C.65.7.1.
2 reducirse a una unidad πάντα Dam.Pr.32.

German (Pape)

[Seite 293] dep. med., einfach, offen sein u. handeln, πρὸς τοὺς φίλους ἅπαντα, in allen Stücken, Xen. Mem. 4, 2, 18.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agir simplement ou franchement.
Étymologie: ἁπλοΐς.

Russian (Dvoretsky)

ἁπλοΐζομαι: поступать открыто, действовать прямо (πρός τινα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπλοΐζομαι: ἀποθ. (ἁπλοῦς): ― φέρομαι ἁπλῶς, φανερῶς, ἐλευθέρως, εἰλικρινῶς, πρὸς τοὺς φίλους Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 18· πρβλ. Δίωνα Κ. 65. 7. Τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αυτῆς σημασίας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 187.

Greek Monolingual

ἀπλοΐζομαι (Α)
συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους.

Greek Monotonic

ἁπλοΐζομαι: αποθ. (ἁπλοῦς), συμπεριφέρομαι με παρρησία ή ειλικρίνεια, πρὸςτοὺς φίλους, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἁπλοῦς
to deal openly or frankly, πρὸς τοὺς φίλους Xen.