ἐπιβήτωρ

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβήτωρ Medium diacritics: ἐπιβήτωρ Low diacritics: επιβήτωρ Capitals: ΕΠΙΒΗΤΩΡ
Transliteration A: epibḗtōr Transliteration B: epibētōr Transliteration C: epivitor Beta Code: e)pibh/twr

English (LSJ)

-ορος, ὁ,
A one who mounts, ἐ. ἵππων Od.18.263, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307.
2. of male animals, e.g.a boar, συῶν ἐπιβήτωρ Od.11.131; of a bull, Theoc.25.128.
II. as adjective, springing, Nonn. D. 20.113.
2. metaph., at home in, master of a thing, θηροδιδασκαλίης Man.4.245; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.

German (Pape)

[Seite 929] ορος, ὁ, der da besteigt, – a) ἵππων, Reiter, Od. 18, 263 u. Sp., wie Opp. C. 4, 51; auch κούρη, Nonn. D. 1, 51; νεώς, = ἐπιβάτης, Ant. Sid. 106 (VII, 498). – b) Bespringer, συῶν ἐπιβ., der Eber, Od. 11, 131. 23, 278; von Stieren, Theocr. 25, 128. – c) als adj., emporsteigend, sich erhebend, z. B. παλμός, Nonn. D. 20, 113 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui monte sur des chevaux.
Étymologie: ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβήτωρ: ορος ὁ
1 всходящий, садящийся: ἐ. ἵππων Hom. всадник; νεὼς ἐ. Anth. = ἐπιβάτης 1; συῶν ἐ. Hom. = ὁ κάπρος;
2 Theocr. = ταῦρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἐπιβαίνων ἢ ἀναβαίνων, ἐπιβήτωρ ἵππων, ἔφιππος, ἱππεύς, Ὀδ. Σ. 263· νεὼς ἐπιβήτορα λαὸν = ἐπιβάτας, Ἀνθ. Π. 7. 498· ἐπ. κύκλων, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, Τρυφ. 307. 2) ἐπὶ ἀρρένων ζῴων, οἷον τοῦ κάπρου, συῶν ἐπιβήτωρ Ὀδ. Λ. 131· τοῦ ταύρου, Θεόκ. 25. 128. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἀνατινασσόμενος, ἀναπηδῶν, Νόνν. Δ. 20. 113:- μεταφ., κάτοχος, κύριός τινος, καλῶς γιγνώσκων τι, θηροδιδασκαλίης Μανέθ. 4. 245.

English (Autenrieth)

ορος: mounter, ‘mounted warrior,’ ἵππων, Od. 18.263; designating a boar, συῶν ἐπιβήτωρ, λ 131, Od. 23.278.

Greek Monotonic

ἐπιβήτωρ: -ορος, ὁ (ἐπιβαίνω),·
1. αυτός που ανεβαίνει, επιβαίνει σε άλογο, ἐπ. ἵππων, έφιππος ιππέας, αναβάτης αλόγου, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για αρσενικού γένους ζώα, π.χ. γουρούνι (αρσενικό), στο ίδ.· ταύρος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπιβήτωρ, ορος, ἐπιβαίνω
1. one who mounts, ἐπ. ἵππων a mounted horseman, Od.
2. of male animals, e. g. a boar, Od.; a bull, Theocr.