ἐρίηρος
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ἐρίηρον, as epithet of ἑταῖρος, perhaps faithful, trusty (μεγάλως τιμώμενοι κτλ., Hsch.), ἐ. ἑταῖρος, in sg., only in Il. 4.266: elsewhere always in heterocl. pl. ἐρίηρες ἑταῖροι, acc. ἐρίηρας ἑταίρους or ἑτάρους ἐρίηρας, Od.9.100, Il.3.47, etc.; parodied by Cratin. 143; ἐρίηρος ἀοιδός loyal to his master's house, Od.1.346, al.
German (Pape)
[Seite 1028] im plur. stets ἐρίηρες, ἐρίηρας (vgl. Lob. Paralipp. p. 180), fest verbunden, bei Hom. häufiges Beiw. von ἑταῖροι, treu anhangend, Il. 3, 47. 378 Od. 9, 100. 172 u. sonst; im sing. Il. 4, 266; vgl. Cratin. bei Ath. IX, 385 c; – ἀοιδός Od. 1, 346. 8, 62. 471, der angenehme, Allen lieb u. wert, nicht der fügsame, bereitwillige, denn nach Od. 1, 145 singt er aus Zwang. – Von ἄρω, vgl. ἄρμενος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
litt. bien adapté, étroitement uni ; qui montre de l'attachement, fidèle.
Étymologie: ἐρι-, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίηρος: ἦρα задушевный, верный, преданный (ἑταῖρος, ἀοιδός Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίηρος: -ον, (*ἄρω, πρβλ. ἦρα) ἐντελῶς ἁρμόζων, ὡς ἐπίθ. τοῦ ἑταῖρος, πιστός, ἐρίηρος ἑταῖρος, «ἄγαν εὐάρμοστος» (Σχόλ.), ἐν τῷ ἑν. μόνον ἐν Ἰλ. Δ. 266· ἀλλαχοῦ ἀείποτε ἑτεροκλίτως ἐν τῷ πληθ., ἐρίηρες ἑταῖροι, αἰτ. ἐρίηρας ἑταίρους Ἰλ. Γ. 47, 378, Ὀδ. Ι. 100, 172, 193, κτλ.· παρῳδεῖται δὲ ὑπὸ Κρατίνου ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 5· τὸ ἐρίηρος ἀοιδὸς ἐν Ὀδ. Α. 346, Θ. 62, 471 πρέπει νὰ ληφθῇ ὑπὸ γενικὴν ἔννοιαν, πιστὸς εἰς τὸν οἶκον τοῦ κυρίου του (οὐχὶ εἰς τοὺς μνηστῆρας, διότι κατ’ ἀνάγκην ᾖδεν, Α. 154), πρβλ. Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(root ἀρ), pl. ἐρίηρες: trusty, faithful; epithet of ἑταῖροι (sing., Il. 4.266), Il. 3.47, Od. 9.100; of ἀοιδός, α 3, Od. 8.62, 471.
Greek Monolingual
ἐρίηρος, -ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α)
(συν. ως επίθ. του εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῖρος» — πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα ανθρωπωνύμιο eriwero. Ο τ. ερίηρος είναι υστερογενής, ενώ ο τ. ερίηρες μαρτυρείται από τον ‘Ομηρο και χρησιμοποιούνταν συνήθως ως επίθ. του εταίροι (-ους)].
Greek Monotonic
ἐρίηρος: -ον (*ἄρω, πρβλ. ἦρα), αυτός που αρμόζει απόλυτα· ως επίθ. του ἑταῖρος, πιστός, έμπιστος, καλός φίλος, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ. ετερόκλ., ἐρίηρες ἑταῖροι, ἐρίηρας ἑταίρους, σε Όμηρ.
Middle Liddell
ἐρί-ηρος, ον [*ἄρω, cf. ἦρα]
fitting exactly: as epithet of ἑταῖρος, faithful, trusty, Il.; pl. in heterocl. form, ἐρίηρες ἑταῖροι, ἐριήρας ἑταίρους Hom.