ἐτωσιοεργός

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτωσιοεργός Medium diacritics: ἐτωσιοεργός Low diacritics: ετωσιοεργός Capitals: ΕΤΩΣΙΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: etōsioergós Transliteration B: etōsioergos Transliteration C: etosioergos Beta Code: e)twsioergo/s

English (LSJ)

ἐτωσιοεργόν, working in vain or working sluggishly, Hes.Op.411.

German (Pape)

[Seite 1053] faul zur Arbeit, Hes. O. 411.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille négligemment.
Étymologie: ἐτώσιος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἐτωσιοεργός: работающий вяло, ленивый (ἀνήρ Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτωσιοεργός: -όν, ἐργαζόμενος ματαίως καὶ ἀνωφελῶς, «ὁ μετὰ παραδρομὴν τοῦ ἁρμοδίου καιροῦ ἐργαζόμενος» (Πρόκλος), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 409.

Greek Monolingual

ἐτωσιοεργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται μάταια, άσκοπα ή νωθρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετώσιος «μάταιος» + -εργος (< έργο), πρβλ. αγαθοεργός, ενεργός].

Greek Monotonic

ἐτωσιοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται ματαίως, χωρίς κέρδος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐτωσιο-εργός, όν [*ἔργω
working fruitlessly, Hes.