ἑκτέος
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
α, ον, (ἔχω)
A to be held, Ar.Ach.259.
II ἑκτέον, one must have, χάριν τινί X.Mem.3.11.2; πρόνοιαν Aen.Tact.Praef.3; πλέον ἑ., = πλεονεκτητέον, Pl.Grg. 490c.
2 one must behave, comport oneself, πρὸς τοὺς κινδύνους εὐρώστως Iamb.VP30.173.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 que debe ser mantenido c. dat. σφῷν δ' ἐστὶν ὀρθὸς ἑ. ὁ φαλλός vosotros dos debéis mantener enhiesto el falo en una procesión, Ar.Ach.259.
2 que debe ser considerado, tomado en consideración ἀλλ' οὐδ' ἑκτέα τὰ ἐπ' ἀριστερᾷ συμβαίνοντα μᾶλλον ἢ ἐπὶ τῇ δεξιᾷ no debe tomarse en consideración lo que ocurre con la mano izquierda más que lo que ocurre con la mano derecha Steph.in Hp.Fract.35.19.
• Etimología: Cf. ἔχω.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἑκτέος: adj. verb. к ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἔχω, ὃν πρέπει νὰ ἔχῃ τις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 259. ΙΙ. ἑκτέον, δεῖ ἔχειν, χάριν τινὶ Πλάτ. Γοργ. 490C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἑκτέον· ληπτέον».
Greek Monolingual
ἑκτέος, -α, -ον (Α)
ρημ. επίθ. του έχω
1. αυτός τον οποίο πρέπει να έχει κάποιος («χάριν τινί ἑκτέον»), πρέπει κανείς να έχει χάρη, να χρωστά ευγνωμοσύνη Πλάτ.
2. κατά τον Ησύχ. «ἑκτέον
ληπτέον».
Greek Monotonic
ἑκτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἔχω·
I. αυτό που πρέπει να έχει κάποιος, σε Αριστοφ. II.ἑκτέον, αυτό που είναι αναγκαίο να έχει κάποιος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἑκτέος, η, ον verb. adj. of ἔχω]
I. to be held, Ar.
II. ἑκτέος one must have, Xen.