Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδυλόγος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυλόγος Medium diacritics: ἡδυλόγος Low diacritics: ηδυλόγος Capitals: ΗΔΥΛΟΓΟΣ
Transliteration A: hēdylógos Transliteration B: hēdylogos Transliteration C: idylogos Beta Code: h(dulo/gos

English (LSJ)

Doric ἁδυλόγος, Aeolic ἀδυλόγος, ον, of persons, flattering, fawning, E. Hec. 132 (anap.); as substantive, jester, Ath. 4.165b.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm redend, schmeichelnd; Odysseus, Eur. Hec. 131; σοφία Cratin. in B. A. 335 Timon. S. Emp. adv. eth. 1; γλῶσσα, vom Nestor, Nicarch. 38 (VII, 159); Χάρις Mel. 99 (V, 137); – λύρα ἁδ. Pind. Ol. 6, 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au doux langage, au langage caressant ou persuasif.
Étymologie: ἡδύς, λόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠλόγος: дор. ἁδυλόγος 2 (ᾱ)
1 сладкоречивый, вкрадчивый (κόπις Λαερτιάδης Eur.; σοφία Timon ap. Sext.);
2 сладкозвучный, нежно певучий (πνοαὶ μολπαί τε Pind.; γλῶσσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, ον, ἡδυεπής, ἡδέως, ὁμιλῶν, σοφία Κρατῖν. Χειρ. 1· λύραι μολπαί τε Πίνδ. Ο. 6. 162· χάρις Ἀνθ. Π. 5. 137· γλῶσσα αὐτόθι 7. 159. 2) ἐπὶ προσώπων, κολακευτικὸς, θωπευτικός, Εὐρ. Ἑκ. 134· ὡς οὐσιαστ., ἀστεῖος, ἀστειολόγος, Ἀθήν. 165Β.

Greek Monolingual

ἡδύλογος και ἡδυλόγος, δωρ. τ. ἁδύλογος, αιολ. τ. ἁδύλογος, -ον (Α)
1. (προπαροξύτονο) ηδύλογος, -ον
(για έννοιες και για πράγματα) αυτός που ηχεί γλυκά, που ακούγεται γλυκά, που έχει γλυκιά φωνή («ἡδύλογοι λύραι μολπαί τε», Πίνδ.)
2. (παροξύτονο) ἡδυλόγος, -ον
α) (για πρόσ.) αυτός που κολακεύει, ο κολακευτικόςἡδυλόγος δημοχαριστής Λαερτιάδης», Ευρ.)
β) ως ουσ.ἡδυλόγος
γελωτοποιός, αστειολόγος.
επίρρ...
ηδυλόγως
κατά τρόπο ηδύλογο, με γλυκιά φωνή, με γλυκά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αντί-λογος, παρά-λογος].

Greek Monotonic

ἡδυλόγος: Δωρ. ἁδυλ-, -ον,
1. αυτός που έχει ευχάριστη φωνή, που μιλά με γλυκά λόγια, σε Πίνδ., Ανθ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κολακευτικός, θωπευτικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

1. sweet-speaking, sweet-voiced, Pind., Anth.
2. of persons, flattering, fawning, Eur.