ἡλικιώτης
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ἡλικιώτου, ὁ, Cret. ϝαλικιώτας (written βαλικιώτης), Hsch.:—equal in age, comrade, Hdt.5.71, Ar.Nu. 1006, And.1.48; ἡ. τινί Lys.20.36; ἐμὸς ἡ. Pl.Ap.33d; ἡ. καὶ ἑταῖροι Id.Smp.183c, al.: c. gen., ἡ. τῶν λόγων Him.Or.12.4:—fem. ἡλικιῶτις, ιδος, Plu.2.554a, Luc.DMar.15.2; ἡλικιῶτις ἱστορία = contemporary history, Plu.Per.13; πράξεις ἡ. D.S.1.58: c. dat., contemporaneous with, ib.9: c. gen., Max.Tyr.3.2, Them.Or.4.58b.
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, gleichalterig, Altersgenosse, Ar. Nub. 993; ὁ ἐμὸς ἡλ. Plat. Apol. 33 c u. öfter; ὅστις ἡμῖν ἡλ. τυγχάνει Lys. 20, 36; Folgde.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est du même âge, camarade, contemporain.
Étymologie: ἡλικία.
Russian (Dvoretsky)
ἡλῐκιώτης: дор. ἁλικιώτης, ου (ᾱ) ὁ однолеток, ровесник, сверстник (ἡλικιῶται καὶ ἑταῖροι Plat.): ἐμὸς ἡ. Plat. мой ровесник; ὁ ἡμῖν ἡ. Lys. человек одних лет с нами, человек нашего возраста.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλῐκιώτης: -ου, ὁ, = ἧλιξ, ὁμῆλιξ, ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, Λατ. aequalis, Ἡροδ. 5. 71, Ἀριστοφ. Νεφ. 1006, Ἀνδοκ. 7. 28· ἡλ. τινὶ Λυσ. 161. 22· ἐμὸς ἡλ. Πλάτ. Ἀπολ. 33D· ἡλ. καὶ ἑταῖροι ὁ αὐτ. Συμπ. 183C, κ. ἀλλ.· ― θηλ. ἡλικιῶτις, ιδος, Πλούτ. 2. 554Α, Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 15. 2· ἡλ. ἱστορία, σύγχρονος ἱστορία, Πλούτ. Περικλ. 13· πράξεις ἡλ. Διόδ. 1. 58· μετὰ δοτ., σύγχρονός τινι, αὐτόθι 2· μετὰ γεν., Θεμίστ. 18Α.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. -ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) ηλικία
αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος
(μσν.- αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις
σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
φρ. α. «ἡλικιῶτις ἱστορία» — η σύγχρονη ιστορία
β. «τὰς ἡλικιώτιδας πράξεις» — τις πράξεις που έγιναν κατά την ίδια ηλικία.
Greek Monotonic
ἡλῐκιώτης: -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, ομήλικος, συνομήλικος, Λατ. aequalis, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. ἡλικιῶτις, -ιδος, σε Λουκ.· ἡλικιῶτις ἱστορία, η σύγχρονη ιστορία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἡλῐκιώτης, ου,
an equal in age, fellow, comrade, Lat. aequalis, Hdt., Ar., etc.
English (Woodhouse)
contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal
Translations
age-mate
Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка