ὁσιόω

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁσιόω Medium diacritics: ὁσιόω Low diacritics: οσιόω Capitals: ΟΣΙΟΩ
Transliteration A: hosióō Transliteration B: hosioō Transliteration C: osioo Beta Code: o(sio/w

English (LSJ)

A make holy, Med., keep oneself pure, E.Ba.114, v.l. in 70 (both lyr.):—Pass., to be purified, hallowed, ὁσιωθείς Id.Fr.472.15 (anap.); ὡσιώθησαν αἱ ἡμέραι X.HG3.3.1; of the souls of men, Plu.Rom.28.
2 abs., make things pure, do what heaven requires, φυγαῖσι by banishing the murderer, E.Or.515; τὸ τὸν κατιόντα ὁσιοῦν καὶ καθαίρεσθαι D.23.73; ὁσιοῦν [τινα] τῇ γῇ satisfy divine law by throwing earth, Philostr. Her.10.7.

French (Bailly abrégé)

ὁσιῶ :
impf. ὡσίουν, ao. Pass. ὡσιώθην;
1 sanctifier, purifier par un sacrifice, acc.;
2 consacrer.
Étymologie: ὅσιος.

German (Pape)

heilig machen, heiligen, weihen, Sp.; – auch durch Sühnopfer von einer Schuld befreien, τὸν κατιόνθ' ὁσιοῦν καὶ καθαίρεσθαι, Dem. 23.73; wie auch φυγαῖσιν ὡσίουν αἷμα, Eur. Or. 514, durch Verbannung reinigen. – Med., στόμα εὔφημον ἅπας ὁσιούσθω, Eur. Bacch. 70, Jeder halte seinen Mund rein, spreche nichts Unheiliges; vgl. ἀμφὶ νάρθηκας ὁσιοῦσθε, ib. 114; – ὁσιοῦν τινα τῇ γῇ, einem Toten die gebührende Ehre erweisen, ihn mit Erde bedecken aus Frömmigkeit, Philostr. und einzeln bei andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ὁσιόω:
1 культ. подвергать очищению, очищать (ὁ. καὶ καθαίρεσθαι τὸν κατιόντα Dem.): ὁ. φυγαῖσι Eur. очищать (от преступления) посредством изгнания; ἐν τελετῇ ὁσιοῦσθαι Plut. при посвящении в таинства подвергнуться обряду очищения, быть посвящаемым;
2 культ. быть чистым: στόμα εὔφημον ὁσιοῦσθαι Eur. хранить благоговейное молчание (лат. favere lingua).

Greek (Liddell-Scott)

ὁσιόω: κάμνω τινὰ ὅσιον, ἅγιον, ἐλεύθερον πάσης ἐνοχῆς δι’ ἱλαστηρίων προσφορῶν, Λατ. expiare, φυγαῖς ὁσιοῦν, ἐξαγνίζειν διὰ τῆς ἐξορίας, Εὐρ. Ὀρ. 515· ὁσιοῦν ἡμέρας, ἴδε L. Dind. εἰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 1. ― Μέσ., στόμα ὁσιοῦσθαι = στόμα ὅσιον ἔχειν, τηρεῖν τὴν γλῶσσαν ἁγνήν, μὴ λέγειν βέβηλα, Εὐρ. Βάκχ. 70, πρβλ. 114 · ― Παθ., ἐξαγνίζομαι, ὁσιωθεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 405a. 15· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, Πλουτ. Ρωμ. 28. 2) ἐν Δημ. 644. 9, τὸ τὸν κατιόντα ὁσιοῦν καὶ καθαίρεσθαι, τὸ ὁσιοῦν φαίνεται ὅτι κεῖται ἀπολ., ποιεῖν ἐξιλέωσιν ἢ ἱλασμόν, ΙΙ. ὁσιοῦν τινα τῇ γῇ θάπτειν τινὰ ἐξ εὐσεβείας, Φιλόστρ. 714.

Greek Monotonic

ὁσιόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ ιερό, εξαγνίζω, απελευθερώνω από την ενοχή μέσω προσφορών, Λατ. expiare, σε Ευρ. — Μέσ., στόμα ὁσιοῦσθαι, κρατώ τη γλώσσα μου αγνή, δεν μιλώ βέβηλα, ασεβώς, στον ίδ.· Παθ., είμαι εξαγνισμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to make holy, purify, set free from guilt by offerings, Lat. expiare, Eur.:—Mid., στόμα ὁσιοῦσθαι to keep one's tongue pure, not to speak profanely, Eur.:—Pass. to be purified, Plut.