ὑποκείμενον

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Wikipedia EN

Hypokeimenon (Greek: ὑποκείμενον from the verb ὑπόκειμαι), later often material substratum, is a term in metaphysics which literally means the "underlying thing" (Latin: subiectum).

To search for the hypokeimenon is to search for that substance that persists in a thing going through change—its basic essence.

Aristotle defined a hypokeimenon in narrowly and purely grammatical terms, as something which cannot be a predicate of other things, but which can carry other things as its predicates.

The existence of a material substratum was posited by John Locke, with conceptual similarities to Baruch Spinoza's substance and Immanuel Kant's concept of the noumenon (in The Critique of Pure Reason).

Locke theorised that when all sensible properties were abstracted away from an object, such as its colour, weight, density or taste, there would still be something left to which the properties had adhered—something which allowed the object to exist independently of the sensible properties that it manifested in the beholder. Locke saw this ontological ingredient as necessary if one is to be able to consider objects as existing independently of one's own mind. The material substratum proved a difficult idea for Locke as by its very nature its existence could not be directly proven in the manner endorsed by empiricists (i.e., proof by exhibition in experience). Nevertheless, he believed that the philosophical reasons for it were strong enough for its existence to be considered proved.

The existence of the substratum was denied by Berkeley. In his Three Dialogues Between Hylas and Philonous, Berkeley maintained that an object consists of nothing more than those sensible properties (or possible sensible properties) that the object manifests, and that those sensible properties only exist so long as the act of perceiving them does.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκείμενον: τό
1 филос. основа, субстрат Arst.;
2 лог. подчиненный вид, подвид Arst.;
3 лог., грам. подлежащее, субъект Arst.;
4 преимущ. pl. данная в залог вещь, залог Dem.;
5 (sc. σῶμα) заболевший, больной Polyb.;
6 предмет обсуждения, тема Arst.

Greek Monolingual

το υποκείμενο / ὑποκείμενον, ΝΜΑ
1. αυτό με το οποίο ασχολείται, καταγίνεται κάποιος, αλλ. προκείμενο ή αντικείμενο (α. «το υποκείμενο της έρευνας» β. «(τέχνη) ἑκάστη περὶ τὸ αὐτῇ ὑποκείμενόν ἐστιν διδασκαλικὴ καὶ πειστική», Αριστοτ.)
2. (λογ.) η έννοια της κατηγορικής κρίσης για την οποία αποφαίνεται κανείς, στην οποία αποδίδεται το κατηγορούμενο
νεοελλ.
1. γλωσσ. ο κύριος όρος της πρότασης, που δηλώνει το πρόσωπο, το πράγμα και, γενικά, το ον για το οποίο γίνεται λόγος, δηλαδή ποιος τελεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα, ποιος υφίσταται την ενέργεια όταν το ρήμα είναι παθητικής διάθεσης, ποιος βρίσκεται σε μια κατάσταση όταν το ρήμα είναι ουδέτερο ή, τέλος, σε ποιον αποδίδεται μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό που εκφράζεται από το κατηγορούμενο
2. (φιλοσ.) α) ατομικό και πραγματικό ον που τίθεται στη βάση κάθε σκέψης, ανάλογο προς τη συνείδηση, και απέναντι στο οποίο ο εξωτερικός κόσμος αποτελεί αντικείμενο
β) (κατά τον Χέγκελ) αυτό που σηματοδοτεί την απόσπαση της ύλης και την προσχώρησή της στη μορφή της ελευθερίας, που υπερβαίνει την αφηρημένη αμεσότητα και γίνεται έτσι η αυθεντική ουσία, το ον ή η αμεσότητα που δεν έχει την έξω από αυτήν μεσολάβηση αλλά που είναι αυτή η ίδια αμεσότητα
γ) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) ο άνθρωπος ως ενεργό και συνειδητό ον που δημιουργεί τον πολιτισμό, που γνωρίζει και μεταβάλλει το αντικείμενο, την αντικειμενική πραγματικότητα, κατά την διεργασία της ιστορικοκοινωνικής πρακτικής, αυτοδημιουργούμενος και αυτομεταβαλλόμενος ο ίδιος στη διάρκεια της διεργασίας αυτής
3. (ψυχολ.) α) το Εγώ ως φορέας τών ψυχικών φαινομένων
β) το πρόσωπο που υπόκειται σε παρατήρηση, δοκιμασία ή πείραμα
4. (νομ.) το πρόσωπο ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
5. ειρων. πρόσωπο, άτομο («σπουδαίο υποκείμενο!»)
6. (γεωπ.) το φυτό στο οποίο πρόκειται να γίνει εμβολιασμός, αλλ. υπόθεμα ή τροφός
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.) το ανεξάρτητο από τη γνώση ον, η αντικειμενική πραγματικότητα
αρχ.
(φιλοσ.) η ουσία της ύλης ως βάση και αιτία όλων τών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. του ρ. ὑπόκειμαι.