ῥιγηλός
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
ῥιγηλή, ῥιγηλόν,
A making to shudder, terrible, ὀϊστοί Hes.Sc.131; ὑλαγμός Nic.Al.220; ὄνειδος AP7.351 (Diosc.); ἀγών Nonn. D. 37.149; ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640 (Antip.).
2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv. ῥιγηλῶς Poll.5.111.
German (Pape)
[Seite 842] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait frissonner, terrible.
Étymologie: ῥῖγος.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγηλός: бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγηλός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ῥῖγος, φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· οὕτως ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥιγηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης
μσν.-αρχ.
αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ῥιγηλῶς Α
με ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγηλός)].
Greek Monotonic
ῥῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που προξενεί ρίγος, που προκαλεί τρεμούλα, φρίκη, τσουχτερός, παγερός, διαπεραστικός, ανατριχιαστικός, φρικτός, σε Ησίοδ.