ἀμαθύνω: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140. | |dgtxt=(ἀμᾰθύνω)<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[reducir a polvo o ceniza]] πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει <i>Il</i>.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645<br /><b class="num">•</b>[[destruir]], [[aniquilar]] ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.<i>Eu</i>.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.<i>D</i>.34.289, cf. Hsch.<br /><b class="num">•</b>en v. med. [[reducirse]], [[derrumbarse]] κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.<br /><b class="num">2</b> [[cubrir de arena]] κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza</i>, <i>h.Merc</i>.140. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμαθύνω]] (Α) [[ἄμαθος]] (ΙΙ)]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] [[κάτι]] σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε [[σκόνη]], [[αφανίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[εξοντώνω]],<br /><b>3.</b> [[επικαλύπτω]], [[σκεπάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:25, 29 September 2017
English (LSJ)
(ἄμαθος) Ep., only pres., impf., and (in Q.S.14.645) aor.:—
A level with the dust, utterly destroy, πόλιν Il.9.593; [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντα A.Eu.937 (lyr.); ἀ. ἐν φλογὶ σάρκα Theoc.2.26:—Pass., Q.S.2.334. 2 scatter like sand, h.Merc.140.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμᾰθύνω: [ῡ] (ἄμαθος) Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., παρατ. καὶ παρὰ Κοΐντ. Σμ. 14. 645 καὶ ἀόρ.: - ποιῶ τι ἰσόπεδον τῇ ἄμμῳ ἢ μεταβάλλω τι εἰς κόνιν, χῶμα, παντελῶς καταστρέφω· πόλιν, Ἰλ. Ι. 593: [ἄνδρα] μέγα φωνοῦντ’, Αἰσχύλ. Εὐμ. 937 (λυρ.): ἀμ. ἐν φλογὶ σάρκα, Θεόκρ. 2. 26: - Παθ., Κόϊντ. Σμ. 2. 334. 2) καθιστῶ τι ὁμαλὸν οὕτως ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχῃ οὐδὲ ἴχνος τοῦ πράγματος, ὁμαλίζω, κόνιν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 140.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf. ou ao.
réduire en poussière.
Étymologie: ἄμαθος.
English (Autenrieth)
(ἄμαθος): reduce to dust; πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει, Il. 9.593†.
Spanish (DGE)
(ἀμᾰθύνω)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 reducir a polvo o ceniza πόλιν δέ τε πῦρ ἀμαθύνει Il.9.593, κάρφεα πάντ' ἀμαθύνει A.R.3.295, πρὶν τείχεα πάντ' ἀμαθῦναι Q.S.14.645
•destruir, aniquilar ὄλεθρος ... (ἄνδρα) μέγα φωνοῦντ' ... ἀμαθύνει A.Eu.937, οὕτω ... ἑνὶ φλογὶ σάρκ' ἀμαθύνοι Theoc.2.26, ἠμάθυνε ... χθόνα ... νασμός Lyc.79, εἰκόνα μορφῆς Nonn.D.34.289, cf. Hsch.
•en v. med. reducirse, derrumbarse κρατερὸν δὲ χρόνῳ ἀμαθύνεται ἦτορ Q.S.2.334.
2 cubrir de arena κόνιν δ' ἀμάθυνε μέλαιναν παννύχιος el resto de la noche lo pasó cubriendo de arena la negra ceniza, h.Merc.140.
Greek Monolingual
ἀμαθύνω (Α) ἄμαθος (ΙΙ)]
1. μεταβάλλω κάτι σε άμαθο, δηλ. σε άμμο, σε σκόνη, αφανίζω, καταστρέφω
2. (για πρόσωπα) εξοντώνω,
3. επικαλύπτω, σκεπάζω.