Ὠρίων: Difference between revisions
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(Autenrieth) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=Orīon, the [[mighty]] [[hunter]], [[beloved]] of Eos, Od. 5.121. Slain by [[Artemis]], he continues to [[follow]] the [[chase]] in the [[nether]] [[world]], Od. 11.572, , Il. 18.486. He appears [[even]] in [[Homer]] as a [[constellation]], Il. 18.488, Od. 5.274. | |auten=Orīon, the [[mighty]] [[hunter]], [[beloved]] of Eos, Od. 5.121. Slain by [[Artemis]], he continues to [[follow]] the [[chase]] in the [[nether]] [[world]], Od. 11.572, , Il. 18.486. He appears [[even]] in [[Homer]] as a [[constellation]], Il. 18.488, Od. 5.274. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[Ὠρίων]], -ωνος, ΝΜΑ, και Ωρίωνας Ν, και [[Ὠαρίων]] Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> [[ένας]] από τους Γίγαντες, [[γιος]] του Υριέως ή του Ποσειδώνος και της Ευρυάλης, [[περίφημος]] [[κυνηγός]], ο [[οποίος]] συνόδευε την Αρτέμιδα<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[ονομασία]] ενός από τους λαμπρότερους αστερισμούς, που βρίσκεται στον [[ουράνιο]] ισημερινό και του οποίου η [[επιτολή]] αρχίζει [[αμέσως]] [[μετά]] το θερινό [[ηλιοστάσιο]] και η [[δύση]] συνοδεύεται, [[συνήθως]], από θύελλες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως προσηγ.</b> [[είδος]] ινδικού πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μια [[άποψη]], μη επιβεβαιωμένη, <span style="color: red;"><</span> <i>ὤρα</i> «[[φροντίδα]], [[μέριμνα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A Orion, Od.5.121, 11.310, 572, Telesarch. ap. S.E. M.1.262, Str.9.2.12, etc. II the constellation named after him, Il.18.486,488, 22.29, Od.5.274, Hes.Op.598, 609, Arist. Mete.361b23, Pr.941b24. III a fabulous Indian bird, Str.15.1.69, Ael.NA17.22, Nonn.D.26.202. [ῑ in Hom.; ῐ Att., E.Ion 1153, Cyc.213, v. Choerob. in Theod.1.272 H.: we also find Ὠᾰρίων in Corinn.2, Supp.2.77, Call.Dian.265, and in Pi.N.2.12 (v.l. ὀαρίωνα); Adj. Ὠαριώνειος, α, ον, φύσις Id.I.4(3).49(67); the Homeric Ὠρῑων arose by contraction of Ὠα- and metrical lengthening of ι.]
Greek (Liddell-Scott)
Ὠρίων: -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Γιγάντων, περίφημος κυνηγὸς καὶ ὁ ὡραιότατος τῆς γενεᾶς τῶν Γιγάντων, οὗ ἠράσθη ἡ Ἠώς, ἀλλ’ ἡ Ἄρτεμις ἐφόνευσεν αὐτόν, Ὀδ. Ε. 121 κἑξ., Λ. 310· ― μετὰ θάνατον ἐθήρευεν ἐν τῷ κάτω κόσμῳ, Λ. 572 (εἰ καὶ τὸ τέλος τῆς ῥαψῳδίας ταύτης εἶναι πιθανῶς νεωτέρα προσθήκη)· κατὰ μεταγενεστέραν παράδοσιν ὁ Ἀσκληπιὸς ἠθέλησε νὰ ἐπαναγάγῃ αὐτὸν εἰς τὴν ζωήν, Τελέσαρχος παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 262· ἐλογίζετο δὲ ὡς γεννηθεὶς ἐν Θήβαις, Στράβ. 404, κλπ. ΙΙ. λαμπρός τις ἀστερισμὸς οὗ ἡ ἐπιστολὴ ἄρχεται ἀμέσως μετὰ τὸ θερινὸν ἡλιοστάσιον, ἡ δὲ δύσις αὐτοῦ συνήθως συνοδεύεται ὑπὸ θυελλῶν, Ἰλ. Σ. 486 κἑξ., Χ. 29, Ὀδ. Ε, 274, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596, 607 κἑξ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4, Προβλ. 26. 13. ΙΙΙ. Ἰνδικόν τι πτηνόν, Αἰλ. περὶ Ζ. 17. 22. [ῑ παρ’ Ὁμ.· ῐ Ἀττικ., Εὐρ. Ἴων 1153, Κυκλ. 213, ἴδε Ἀν. Βεκ. 1433· εὑρίσκομεν δὲ καὶ τύπον Ὠαρίων παρὰ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 265· καὶ Ὠαριώνειος παρὰ Πινδ. ἐν Ι. 4 (3). 84· ὅθεν ὁ Böckh. ἀποκατέστησεν Ὠαρίων ἐν Πινδ. Ν. 2. 19]
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Orion, constellation.
English (Autenrieth)
Orīon, the mighty hunter, beloved of Eos, Od. 5.121. Slain by Artemis, he continues to follow the chase in the nether world, Od. 11.572, , Il. 18.486. He appears even in Homer as a constellation, Il. 18.488, Od. 5.274.
Greek Monolingual
ο / Ὠρίων, -ωνος, ΝΜΑ, και Ωρίωνας Ν, και Ὠαρίων Α
1. μυθ. ένας από τους Γίγαντες, γιος του Υριέως ή του Ποσειδώνος και της Ευρυάλης, περίφημος κυνηγός, ο οποίος συνόδευε την Αρτέμιδα
2. αστρον. ονομασία ενός από τους λαμπρότερους αστερισμούς, που βρίσκεται στον ουράνιο ισημερινό και του οποίου η επιτολή αρχίζει αμέσως μετά το θερινό ηλιοστάσιο και η δύση συνοδεύεται, συνήθως, από θύελλες
αρχ.
ως προσηγ. είδος ινδικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη, μη επιβεβαιωμένη, < ὤρα «φροντίδα, μέριμνα»].