ἐπιτροχάδην: Difference between revisions
ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26. | |auten=glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[ἐπιτροχάδην]]) [[τροχάδην]]<br /><b>επίρρ.</b> βιαστικά, [[χωρίς]] πολλή [[προσοχή]], [[σύντομα]], με [[σπουδή]], στα πεταχτά (α. «[[επιτροχάδην]] [[ερμηνεία]]» — [[ερμηνεία]] βιαστική, [[χωρίς]] να προηγηθεί [[λεπτομερής]] γλωσσική [[επεξεργασία]]<br />β. «διάβασα το [[έγγραφο]] [[επιτροχάδην]]» γ. «[[ἐπιτροχάδην]] ἀγόρευεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26. II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.
German (Pape)
[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
French (Bailly abrégé)
adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.
English (Autenrieth)
glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).