ἡμεῖς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(strοng)
(16)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=nominative plural of [[ἐγώ]]; we ([[only]] used [[when]] [[emphatic]]): us, we ([[ourselves]]).
|strgr=nominative plural of [[ἐγώ]]; we ([[only]] used [[when]] [[emphatic]]): us, we ([[ourselves]]).
}}
{{grml
|mltxt=(AM ἡμεῑς)<br />ονομ. πληθ. της προσ. αντων. εγώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. της ονομ. (ιων.-αττ. [[ἡμεῖς]], δωρ. <i>ἁμές</i>, αιολ. [[ἄμμες]]) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. <i>nos</i>), από το θ. της αιτ. (ιων.-αττ. <i>ἡμέ</i>-, δωρ. <i>ἁμέ</i>-, αιολ. <i>ἄμμε</i>-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τών ον. -<i>ες</i> (<i>ἡμέ</i>-<i>ες</i> &GT; [[ἡμεῖς]]), ενώ σε άλλες ΙΕ γλώσσες οι τ. της ονομ. έχουν διαφορετικό θ. από εκείνους της αιτ. (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. ονομ. <i>weis</i> «εμείς», αιτ. <i>uns</i> «εμάς», αρχ. ινδ. ονομ. <i>vay</i>-<i>am</i> «εμείς», αιτ. <i>asman</i> «εμάς»). Η [[κλίση]] της αιτ. (αττ. <i>ἡμᾶς</i>, ιων. <i>ἡμέας</i>) ακολούθησε, αντιστρόφως, το [[παράδειγμα]] της ονομ. παίρνοντας την καταλ. τών ον. -<i>ας</i>. Οι αιτ. της δωρ. ᾱμέ και της αιολ. ἄμμε βρίσκονται πλησιέστερα στον αρχικό ελλ. τ. <i>ἄσμε</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. .<i>nsme</i> «εμείς» <span style="color: red;"><</span> <i>n</i>-<i>sm</i>(<i>e</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ns</i>- και [[επίθημα]] -<i>sm</i>(<i>e</i>), <b>[[πρβλ]].</b> και αβεστ. <i>ahma</i>, αρχ. ινδ. <i>asm</i><i>ā</i><i>n</i> «εμάς», λατ. <i>nos</i>, αρχ. ινδ. <i>nas</i>, το γοτθ. <i>uns</i> «εμάς». Η [[δασύτητα]] της ελλ. θεωρείται αναλογική [[προς]] το [[ὑμεῖς]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], από το [[επίθημα]] <i>sme</i> &GT; <i>hme</i> και [[μεταφορά]] της στο αρχικό [[φωνήεν]]. Οι τ. της δοτ. (ιων. -αττ. <i>ἡμῖν</i>, δωρ. <i>ἁμῑν</i>, αιολ. [[ἄμμιν]]) ανάγονται σε αρχικό ελλ. τ. <i>ἀσμι</i>(<i>ν</i>), η [[κλίση]] του οποίου θυμίζει έντονα εκείνην τών δοτ. ορισμένων δεικτικών και ερωτηματικών αντων. διαφόρων ΙΕ γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>ahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>asmin</i> «σ' αυτόν» και αβεστ. <i>kahmi</i>, αρχ. ινδ. <i>kasmin</i> «σε [[ποιόν]];»). Η ιων.-αττ. παρουσιάζει [[έκταση]] του καταληκτικού φωνήεντος -<i>ι</i>-, [[φαινόμενο]] που παρατηρείται [[σποραδικά]] και στη δωρική, όχι όμως σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως οφείλεται σε [[αναλογία]] [[προς]] τις μακρές καταλήξεις τών [[ἡμεῖς]], <i>ἡμῶν</i>, <i>ἡμᾶς</i>. Τα νεοελλ. <i>εμείς</i>, <i>εμάς</i> παρουσιάζουν προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>- [[κατά]] το <i>εγώ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημέτερος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ημεδαπός]]].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεῖς Medium diacritics: ἡμεῖς Low diacritics: ημείς Capitals: ΗΜΕΙΣ
Transliteration A: hēmeîs Transliteration B: hēmeis Transliteration C: imeis Beta Code: h(mei=s

English (LSJ)

   A v. ἐγώ. ἡμεκτέω, v. περιημεκτέω.

German (Pape)

[Seite 1164] wir, äol. u. ep. ἄμμες, wie Hom., aber auch Pind. P. 4, 144; dor. ἁμές, Tim. Locr. 96 a u. Alcm. bei Apollon. de pron. p. 378; bei Ar. Lys. 1162 ἀμές geschrieben, aber 168 ἇμες; – gen. ἡμῶν, unser, ion. u. ep. ἡμέων, ep. auch ἡμείων, wie Od. 24, 169; dor. ἁμῶν, Ar. Lys. 168; Theocr. 2, 158; äol. ἀμμέων, Alcaeus bei Apollon. a. a. O.; – dat. ἡμῖν, uns, mit inklinirtem Ton, ἥμιν, u. nach Versbedürfniß ἧμιν, Il. 17, 415 Od. 8, 569; Soph. O. R. 39. 42 u. oft; Ar. Av. 386, wo von Bekk. ἡμίν, wie auch bei Soph. von Einigen geschrieben wird; Lys. 124 Plut. 286; dor. ἁμίν (v. l. ἄμμιν), Theocr. 7, 135, nach den Zeugnissen der Alten; so Aesch. Eum. 329; auch ἁμῖν, Theocr. 3, 106; äol. ἄμμιν, Od. 12, 275 u. öfter, Pind. P. 4, 154, Aesch. Spt. 141, u. ἄμμι, Od. 1, 384 Ap. Rh. 2, 241 Theocr. 1, 102; – acc. ἡμᾶς, uns, ion. u. ep. ἡμέας, mit inklinirtem Ton, ἧμας, Od. 16, 273; äol. ἄμμε, was eigtl. dual. war, Il. 1, 59; Pind. Ol. 9, 114; Theocr. 8, 25 u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεῖς: ἴδε ἐν λ. ἐγώ.

French (Bailly abrégé)

gén. ion. ἡμείων;
v. ἐγώ.

English (Autenrieth)

and ἄμμες, gen. ἡμέων and ἡμείων, dat. ἠμῖν and encl. ἧμιν, also ἄμμι(ν), acc. ἄμμε, ἡμέας (encl. ἧμας, Od. 16.372): we, us.

English (Strong)

nominative plural of ἐγώ; we (only used when emphatic): us, we (ourselves).

Greek Monolingual

(AM ἡμεῑς)
ονομ. πληθ. της προσ. αντων. εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. της ονομ. (ιων.-αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. της αιτ. (ιων.-αττ. ἡμέ-, δωρ. ἁμέ-, αιολ. ἄμμε-) + κατάλ. τών ον. -ες (ἡμέ-ες > ἡμεῖς), ενώ σε άλλες ΙΕ γλώσσες οι τ. της ονομ. έχουν διαφορετικό θ. από εκείνους της αιτ. (πρβλ. γοτθ. ονομ. weis «εμείς», αιτ. uns «εμάς», αρχ. ινδ. ονομ. vay-am «εμείς», αιτ. asman «εμάς»). Η κλίση της αιτ. (αττ. ἡμᾶς, ιων. ἡμέας) ακολούθησε, αντιστρόφως, το παράδειγμα της ονομ. παίρνοντας την καταλ. τών ον. -ας. Οι αιτ. της δωρ. ᾱμέ και της αιολ. ἄμμε βρίσκονται πλησιέστερα στον αρχικό ελλ. τ. ἄσμε (< ΙΕ τ. .nsme «εμείς» < n-sm(e) < ns- και επίθημα -sm(e), πρβλ. και αβεστ. ahma, αρχ. ινδ. asmān «εμάς», λατ. nos, αρχ. ινδ. nas, το γοτθ. uns «εμάς». Η δασύτητα της ελλ. θεωρείται αναλογική προς το ὑμεῖς ή, κατ' άλλη άποψη, από το επίθημα sme > hme και μεταφορά της στο αρχικό φωνήεν. Οι τ. της δοτ. (ιων. -αττ. ἡμῖν, δωρ. ἁμῑν, αιολ. ἄμμιν) ανάγονται σε αρχικό ελλ. τ. ἀσμι(ν), η κλίση του οποίου θυμίζει έντονα εκείνην τών δοτ. ορισμένων δεικτικών και ερωτηματικών αντων. διαφόρων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. αβεστ. ahmi, αρχ. ινδ. asmin «σ' αυτόν» και αβεστ. kahmi, αρχ. ινδ. kasmin «σε ποιόν;»). Η ιων.-αττ. παρουσιάζει έκταση του καταληκτικού φωνήεντος -ι-, φαινόμενο που παρατηρείται σποραδικά και στη δωρική, όχι όμως σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Ίσως οφείλεται σε αναλογία προς τις μακρές καταλήξεις τών ἡμεῖς, ἡμῶν, ἡμᾶς. Τα νεοελλ. εμείς, εμάς παρουσιάζουν προθεματικό φωνήεν ε- κατά το εγώ.
ΠΑΡ. ημέτερος.
ΣΥΝΘ. ημεδαπός].