θυροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θύρᾳ, Ἱππιατρ. 140 18. - θυροειδές, τό, τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ ἡβικοῦ ὀστοῦ, διὰ τοῦ τῆς ἥβης ὀστέου τρήματος, ὃ καλοῦσι θυροειδὲς Γαλην. τ. 2. 414, 1, πρβλ. [[θυρεοειδής]].
|lstext='''θῠροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] θύρᾳ, Ἱππιατρ. 140 18. - θυροειδές, τό, τὸ [[ἄνοιγμα]] τοῦ ἡβικοῦ ὀστοῦ, διὰ τοῦ τῆς ἥβης ὀστέου τρήματος, ὃ καλοῦσι θυροειδὲς Γαλην. τ. 2. 414, 1, πρβλ. [[θυρεοειδής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[θυροειδής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θύρα]] ή έχει [[θέση]] θύρας ή φράγματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>ανατ.</b> «θυροειδές [[τρήμα]]» — ευρύ [[άνοιγμα]] του ανώνυμου οστού της πυέλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το θυροειδές [[τρήμα]] (α. «[[θυροειδής]] μυς» β. «[[θυροειδής]] [[πόρος]]» γ. «[[θυροειδής]] [[υμένας]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>σπειρο</i>-<i>ειδής</i>, <i>σφαιρο</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠροειδής Medium diacritics: θυροειδής Low diacritics: θυροειδής Capitals: ΘΥΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thyroeidḗs Transliteration B: thyroeidēs Transliteration C: thyroeidis Beta Code: quroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a door, τόπος dub. in Hippiatr.40 (v. θυρεοειδής) ; τὸ θ. τρῆμα the opening in the os pubis, Gal.2.414.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, thür-, fensterähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θῠροειδής: -ές, ὅμοιος θύρᾳ, Ἱππιατρ. 140 18. - θυροειδές, τό, τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἡβικοῦ ὀστοῦ, διὰ τοῦ τῆς ἥβης ὀστέου τρήματος, ὃ καλοῦσι θυροειδὲς Γαλην. τ. 2. 414, 1, πρβλ. θυρεοειδής.

Greek Monolingual

-ές (Α θυροειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με θύρα ή έχει θέση θύρας ή φράγματος
2. φρ. ανατ. «θυροειδές τρήμα» — ευρύ άνοιγμα του ανώνυμου οστού της πυέλου
νεοελλ.
ανατ. αυτός που έχει σχέση με το θυροειδές τρήμα (α. «θυροειδής μυς» β. «θυροειδής πόρος» γ. «θυροειδής υμένας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -ειδής (< είδος), πρβλ. σπειρο-ειδής, σφαιρο-ειδής].