θερμαίνω: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(T22) |
(17) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[middle]], [[present]] θερμαίνομαι; [[imperfect]] ἐθερμαινομην; ([[θερμός]]); from [[Homer]] [[down]]; to [[make]] [[warm]], to [[heat]]; [[middle]] to [[warm]] [[oneself]]: James 2:16. | |txtha=[[middle]], [[present]] θερμαίνομαι; [[imperfect]] ἐθερμαινομην; ([[θερμός]]); from [[Homer]] [[down]]; to [[make]] [[warm]], to [[heat]]; [[middle]] to [[warm]] [[oneself]]: James 2:16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑΜ [[θερμαίνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] θερμό [[κάτι]], [[ζεσταίνω]] (α. «[[θερμαίνω]] [[νερό]]» β. «[[ἥλιος]] θερμαίνων χθόνα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενισχύω]], [[εμψυχώνω]] (α. «τον θέρμανε η [[συζήτηση]]».<br />β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>θερμαίνομαι</i><br />α) [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[θερμός]], [[προσλαμβάνω]] [[θερμότητα]] («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ τοῡ θερμαινομένου», <b>Αριστοτ.</b>)<br />β) [[πάσχω]] από πυρετό («[[ἄνθρωπος]] θερμαινόμενος ἐδείπνησεν καὶ ἔπιε [[πλέον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποθάλπω]], [[περιθάλπω]] («τον θέρμανε στην [[αγκαλιά]] της»)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[πάσχω]] από ελώδη πυρετό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> (για ρίζες) ξηραίνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέρμανση]](-<i>ις</i>), [[θερμαντήρ]](<i>ας</i>), [[θερμασία]], [[θέρμασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θερμαντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θερμαστής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναθερμαίνω]], [[διαθερμαίνω]], [[καταθερμαίνω]], [[παραθερμαίνω]], [[προθερμαίνω]], [[υπερθερμαίνω]], [[υποθερμαίνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντιθερμαίνω</i>, [[εκθερμαίνω]], [[ενθερμαίνω]], [[προαναθερμαίνω]], [[προδιαθερμαίνω]], [[προεκθερμαίνω]], [[προσσυνθερμαίνω]], [[συνδιαθερμαίνω]], [[συνεκθερμαίνω]], [[συνθερμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐθέρμηνα Il.14.7, etc., later ἐθέρμᾱνα Arist.GA730a16: pf. τεθέρμαγκα Hsch. s.v. κεχλίαγκα: pf. Pass. τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4, Eust.1573.47, (δια-) Hp.Vict.2.64: (θερμός): —warm, heat, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ . . Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7; ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba.679, cf. A.Pers.505; τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108:—Med., cause to be warmed, τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37 (iii B.C.):—Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd.63d; τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Arist.GA768b18; feel the sensation of heat, Pl.Tht.186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11. 2 metaph., θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc.758; σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc.424; σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra.844; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch.990(1004); οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20:—Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj.478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El.402.
German (Pape)
[Seite 1201] erwärmen, erhitzen; εἰσόκε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θ ερμήνῃ Il. 14, 6; pass. warm, heiß werden, ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Od. 9, 375, ἡλίο υ κύκλος μέσον πόρον διῆκε θερμαίνων φλογί Aesch. Pers. 497; ἥλιος θερμαίνων χθόνα Eur. Bacch. 678; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Alc. 761, vgl. Cycl. 423; Ggstz ψύχω, Plat. Phaed. 268 a; θερμαίνεται ὅσαπερ ἂν πρότερον ψύχηται Tim. 82 a, Folgde, die den aor. ἐθέρμανα bilden. Arist. gen. an. 1, 21. – Von Fieberhitze, Medic. – Häufig übtr., νόον φιλότητι Pind. Ol. 11, 91; bes. von der Freude, πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα Aesch. Ch. 998; χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται Soph. Ai. 173; vom Zorn, μὴ προς
Greek (Liddell-Scott)
θερμαίνω: μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε θέρμω: (θερμός). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· ἥλιος θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ χαλκίον θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― αἰσθάνομαι θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως ὄνομα, τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι ; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ αἰσθάνομαι θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., μάλα δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον χωρίον: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. θερμανῶ, ao. ἐθέρμηνα, postér. ἐθέρμανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐθερμάνθην, pf. τεθέρμασμαι;
1 chauffer, échauffer ; fig. θερμαίνεσθαι ἐλπίσι SOPH être enflammé d’espérance;
2 faire sécher ; Pass. être desséché.
Étymologie: θερμός.
English (Autenrieth)
aor. subj. θερμήνῃ: warm, heat; pass., get hot, Od. 9.376.
English (Slater)
θερμαίνω
1 warm, cheer μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)
English (Strong)
from θέρμη; to heat (oneself): (be) warm(-ed, self).
English (Thayer)
middle, present θερμαίνομαι; imperfect ἐθερμαινομην; (θερμός); from Homer down; to make warm, to heat; middle to warm oneself: James 2:16.
Greek Monolingual
(ΑΜ θερμαίνω)
1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.)
2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τον θέρμανε η συζήτηση».
β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.)
3. παθ. θερμαίνομαι
α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω θερμότητα («τὸ θερμαῑνον ψύχεται ὑπὸ τοῡ θερμαινομένου», Αριστοτ.)
β) πάσχω από πυρετό («ἄνθρωπος θερμαινόμενος ἐδείπνησεν καὶ ἔπιε πλέον», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. υποθάλπω, περιθάλπω («τον θέρμανε στην αγκαλιά της»)
2. παθ. πάσχω από ελώδη πυρετό
αρχ.
παθ. (για ρίζες) ξηραίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός.
ΠΑΡ. θέρμανση(-ις), θερμαντήρ(ας), θερμασία, θέρμασμα
αρχ.
θερμαντός
νεοελλ.
θερμαστής.
ΣΥΝΘ. αναθερμαίνω, διαθερμαίνω, καταθερμαίνω, παραθερμαίνω, προθερμαίνω, υπερθερμαίνω, υποθερμαίνω
αρχ.
αντιθερμαίνω, εκθερμαίνω, ενθερμαίνω, προαναθερμαίνω, προδιαθερμαίνω, προεκθερμαίνω, προσσυνθερμαίνω, συνδιαθερμαίνω, συνεκθερμαίνω, συνθερμαίνω.