κεδρία: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(eksahir)
(20)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[aceite de cedro]]
|esgtx=[[aceite de cedro]]
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κεδρέα]], Α και [[κεδρία]] και ιων. τ. κεδρίη)<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύρρευστο [[υγρό]] με σκούρο [[χρώμα]] που λαμβάνεται [[κατά]] την [[ξηρά]] [[απόσταξη]] ρητινούχων ξύλων, αλλ. [[υγρόπισσα]], ρευστή [[πίσσα]], [[κατράμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλαιο]] της κεδρελάτης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>. Ο [[παράλληλος]] τ. [[κεδρέα]] <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>, <i>συκ</i>-<i>έα</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρία Medium diacritics: κεδρία Low diacritics: κεδρία Capitals: ΚΕΔΡΙΑ
Transliteration A: kedría Transliteration B: kedria Transliteration C: kedria Beta Code: kedri/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A oil of κεδρελάτη, Hdt.2.87, D.S.1.91, Dsc. 1.77, Erot.s.v. κεδρίνῳ; cf. κεδρέα.

German (Pape)

[Seite 1411] ἡ, Cederharz; Her. 2, 87; D. Sic. 1, 91.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ῥητίνη ἐκ κέδρου ἢ ἔλαιον, Ἡρόδ. 2. 87, Διοσκ. 1. 105, Διόδ. 1. 91· λέγεται παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἀπὸ κέδρου ἄλειφαρ γινόμενον.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
résine de cèdre.
Étymologie: κέδρος.

Spanish

aceite de cedro

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη)
νεοελλ.
παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι
αρχ.
έλαιο της κεδρελάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ία. Ο παράλληλος τ. κεδρέα < κέδρος + κατάλ. -έα (πρβλ. μηλ-έα, συκ-έα)].