ἀπολίτευτος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(big3_6)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[carente de constitución]] ἔθνη Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>26.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[poco apto para la política]] (Μάριος) Plu.<i>Mar</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene relación con la política]] [[βίος]] Plu.2.1098d, θάνατος Plu.<i>Lyc</i>.29.<br /><b class="num">III</b> [[impopular]] ὑπατεία Plu.<i>Crass</i>.12, λόγοι Plu.2.1034b.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[carente de constitución]] ἔθνη Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>26.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[poco apto para la política]] (Μάριος) Plu.<i>Mar</i>.31.<br /><b class="num">2</b> [[que no tiene relación con la política]] [[βίος]] Plu.2.1098d, θάνατος Plu.<i>Lyc</i>.29.<br /><b class="num">III</b> [[impopular]] ὑπατεία Plu.<i>Crass</i>.12, λόγοι Plu.2.1034b.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολίτευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν συμμετέχει στην [[πολιτική]] ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν κάνει [[πολιτική]], ο [[ειλικρινής]]<br /><b>2.</b> ο [[απολίτιστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ακοινώνητος]], [[αταίριαστος]] με τους πολλούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έθνη) ο [[δίχως]] [[πολιτική]] [[οργάνωση]]<br /><b>2.</b> [[ακατάλληλος]] για την [[πολιτική]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει αποσυρθεί από την [[πολιτική]]<br /><b>4.</b> [[άχρηστος]] [[πλέον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πολιτεύομαι]]. Η λ. με τη [[σημασία]] «[[απολίτιστος]]» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολίτευτος Medium diacritics: ἀπολίτευτος Low diacritics: απολίτευτος Capitals: ΑΠΟΛΙΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apolíteutos Transliteration B: apoliteutos Transliteration C: apoliteftos Beta Code: a)poli/teutos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A without political constitution (πολιτεία), of nations, Arist.Pol.1327b26.    II not fitted for public affairs, unstatesmanlike, Plu.Mar.31; ὑπατεία, λόγοι, Id.Crass. 12, 2.1034b.    2 withdrawn from public life, private, βίος ib.1098d; θάνατος Id.Lyc. 29.    3 not in current use, λέξις Id.2.7a.

German (Pape)

[Seite 312] an Staatsgeschäften nicht theilnehmend, dazu ungeschickt, ἔθνη ἀπ., die keinen Staat bilden können, Arist. Pol. 7, 6; βίος, ein von den Staatsgeschäften zurückgezogenes Leben, Id.; Plut. Mar. 31; vgl. Crass. 12; θάνατος, der für die Staatsverwaltung nicht paßt, darauf nicht Bezug hat, Lyc. 29; λόγος, λέξις, dazu nicht tauglich; ἀπολίτευτα καὶ ἀκοινώνητα πρὸς τοὺς ταπεινοτέρους φρονεῖν, unpopulär, D. Hal. 6, 80.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολίτευτος: [ῑ] -ον, ἄνευ πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, ἄνευ πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων μέρος εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ πολιτικός, Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, ἀκατάλληλος πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, βίος, γῆρας ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. θάνατος, οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, γλῶσσα μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 étranger au gouvernement : βίος ἀπολίτευτος PLUT vie en dehors des affaires publiques;
2 peu fait pour le gouvernement, pour la politique;
3 inutile aux concitoyens, à l’État;
4 impopulaire;
5 qui n’est pas d’usage courant.
Étymologie: ἀ, πολιτεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I carente de constitución ἔθνη Arist.Pol.1327b26.
II 1poco apto para la política (Μάριος) Plu.Mar.31.
2 que no tiene relación con la política βίος Plu.2.1098d, θάνατος Plu.Lyc.29.
III impopular ὑπατεία Plu.Crass.12, λόγοι Plu.2.1034b.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].