κληματικός: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(6_10)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κληματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ [[κλῆμα]], Γλωσσ.
|lstext='''κληματικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ [[κλῆμα]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κληματικός]], -ή, -όν (Α) [[κλήμα]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κλήμα]], σε [[κλάδο]] αμπέλου.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτικός Medium diacritics: κληματικός Low diacritics: κληματικός Capitals: ΚΛΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: klēmatikós Transliteration B: klēmatikos Transliteration C: klimatikos Beta Code: klhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a vine-twig, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1450] zum Reis, bes. zur Weinranke gehörig.

Greek (Liddell-Scott)

κληματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληματίδα ἢ κλῆμα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κληματικός, -ή, -όν (Α) κλήμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήμα, σε κλάδο αμπέλου.