κομπάζω: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; <i>Pass.</i> être dit avec emphase, être vanté;<br /><i><b>Moy.</b></i> κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]]. | |btext=faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; <i>Pass.</i> être dit avec emphase, être vanté;<br /><i><b>Moy.</b></i> κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.<br />'''Étymologie:''' [[κόμπος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(ΑM [[κομπάζω]]) [[κόμπος]]<br />[[καυχιέμαι]] [[χωρίς]] να το [[αξίζω]], [[μεγαλαυχώ]], [[υπερηφανεύομαι]] ανάξια (α. «κόμπαζε για την [[αξία]] του γιου του, ενώ [[εκείνος]] [[είναι]] ένα [[τίποτε]]» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] πήλινο [[αγγείο]] για να ελέγξω τη στερεότητά του<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>κομπάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] καύχησης, φημίζομαι<br /><b>3.</b> <b>απρόσ.</b> <i>κομπάζεται</i><br />υπάρχει [[θρύλος]], γίνεται [[λόγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
fut. -άσομαι B.7.42:—
A = κομπέω, boast, brag, A.Th.436, Ag.1671, etc.; κ. μέγα S.Aj.1122; μάτην E.Hipp.978; κ. ἐπί τινι speak big against... A.Th.480 (but also, boast of... Phld.Rh.1.24 S.): c. acc., κ. λόγον speak big words, A.Ag.1400, etc.; κ. γέρας boast one's office, Id.Eu.209; οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας S.El.1500: c. inf., boast that... A.Ag.1130, E.Ba.340; κ. ὡς . . X.Oec.10.3, Plu. Crass.18:—Pass., to be made a boast of, be renowned, οὕνεκ' ὄλβου E.HF64; φόβος . . κομπάζεται fear is loudly spoken, A.Th.500; τίνος δὲ . . παῖς πατρὸς κομπάζεται; of what father is he said to be the son? E.Alc.497.—Rare in early Prose, Lys.6.18,48, X.Smp.4.19, Oec. l.c. II = κομπέω 1.2, ring a jar to test its soundness, PLond. ined.2327 (iii B.C.). III ἐκομπάσθη· ἠπατήθη, εἰς ὄγκον διετέθη, Hsch., cf. Suid.
German (Pape)
[Seite 1479] = κομπέω, bes. prahlen, großsprechen; absolut, τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ Aesch. Spt. 418, wie κομπάζειν μάτην Eur. Hipp. 978; auch Lys. 6, 18, κομπάζειν μᾶλλον ἢ τιμωρεῖσθαι βούλεσθαι, u. Sp.; – c. inf., οὐ κομπάσαιμ' ἂν θεσφάτων γνώμων ἄκρος εἶναι, ich möchte mich nicht rühmen, mich auf die Göttersprüche zu verstehen, Aesch. Ag. 1101, wie κρείσσον' Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντα Eur. Bacch. 1130; – ἐπί τινι, Aesch. Spt. 462; τινί, Ag. 561; – auch c. accus., λόγον, ein prahlendes Wort sprechen, Eum. 516, wie μέγ' ἄν τι κομπάσειας Soph. Ai. 1101 u. οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας El. 1492; – auch in Prosa; ἐμοῦ καλλίων ταῦτα κομπάζεις Xen. Conv. 4, 19; mit folgendem ὡς, Oec. 10, 3; Plut. Crass. 18. – Pass.; φόβος κομπάζεται, es wird mit dem Schrecken geprahlt, Aesch. Spt. 482; ὃς οὕνεκ' ὄλβου μέγας ἐκομπάσθη ποτέ Eur. Herc. Fur. 64.
Greek (Liddell-Scott)
κομπάζω: μέλλ. -άσω, = κομπέω, ὡς καὶ νῦν, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, Αἰσχύλ. Θήβ. 436, Ἀγ. 1671, κτλ.· κ. μέγα Εὐρ. Ἱππ. 978· κ. ἐπί τινι, ὁμιλῶ κομπαστικῶς ἐναντίον τινός, Αἰσχύλ. Θήβ. 480· ― μετ’ αἰτ., κ. λόγον, ὁμιλῶ μεγάλους λόγους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1400, κτλ.· κ. γέρας, καυχῶμαι διὰ τὴν θέσιν μου, τὸ ὑπούργημά μου, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 209· οὐ πατρῴαν τὴν τέχνην ἐκόμπασας Σοφ. ἐν Ἠλ. 1500· μέγα τι κ. ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1122· ― μετ’ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι..., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1130, Εὐρ. Βάκχ. 340· κ. ὡς..., Ξεν. Οἰκ. 10. 3. ― Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον καυχήσεως, φημίζομαι, οὕνεκ’ ὄλβου Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 64· φόβος... κομπάζεται, θρυλεῖται, Αἰσχύλ. Θήβ. 500· τίνος δὲ… παῖς πατρὸς κομπάζεται; τίνος πατρὸς υἱὸς λέγεται ὅτι εἶναι; Εὐρ. Ἄλκ. 497, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 64. ― ὡς τὸ κομπέω, σπάνιον παρὰ πεζολόγοις, Λυσ. 105. 2., 107. 27, Ξεν. Συμπ. 4. 19, Οἰκ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
faire le beau parleur, parler avec emphase : κ. τινὶ λόγον ESCHL se vanter au sujet de qqn ; Pass. être dit avec emphase, être vanté;
Moy. κομπάζομαι parler de soi en termes pompeux, se vanter.
Étymologie: κόμπος.
Greek Monolingual
(ΑM κομπάζω) κόμπος
καυχιέμαι χωρίς να το αξίζω, μεγαλαυχώ, υπερηφανεύομαι ανάξια (α. «κόμπαζε για την αξία του γιου του, ενώ εκείνος είναι ένα τίποτε» β. «μέγ' ἄν τι κομπάσειας, ἀσπίδ' εἰ λάβοις», Σοφ.)
αρχ.
1. χτυπώ πήλινο αγγείο για να ελέγξω τη στερεότητά του
2. παθ. κομπάζομαι
γίνομαι αντικείμενο καύχησης, φημίζομαι
3. απρόσ. κομπάζεται
υπάρχει θρύλος, γίνεται λόγος.