μείων: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(SL_2) |
(24) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[μείων]] v. [[μικρός]]. | |sltr=[[μείων]] v. [[μικρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον (ΑM [[μείων]], -ον, Α και σπαν. [[μειότερος]], -[[τέρα]], -τερον)<br />(ανώμ. συγκρ. του [[μικρός]] ή [[ολίγος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μαθ.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[μείον]]<br />το [[σημείο]] της αφαίρεσης, που παριστάνεται με το [[σύμβολο]] -, αλλ. [[πλην]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μικρότερος]] ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρότερη [[ηλικία]], ο [[νεώτερος]] («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῑον [[γεγώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>μεῑον</i><br />λιγότερο («μεῑον ἰσχύσειν [[Διός]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μειόνως]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μειόνως]] ἔχω» — [[είμαι]] μικρότερης αξίας (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το συγκριτικό επίθ. [[μείων]] ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>mei</i>- «[[ελαττώνω]], [[μειώνω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ī</i><i>yate</i> «[[ελαττώνω]]». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: <i>meujo</i>, <i>mewijo</i>, πληθ. <i>mewijoe</i>, <i>meujoe</i> και πληθ. ουδ. <i>meujoa</i>, [[γεγονός]] που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. <i>meiw</i>-<i>ijos</i> (<i>μειF</i>-<i>ijos</i>) για τη Μυκηναϊκή και <i>meiw</i>-<i>yos</i> (<i>μειF</i>-<i>jos</i>) για την αλφαβητική Ελληνική. Το [[στοιχείο]] -<i>eu</i>/<i>u</i>-—που ίσως [[είναι]] [[επίθημα]]— απαντά [[επίσης]] και σε έναν αμάρτ. ενεστ. <i>mineumi</i>, ίχνη του οποίου μαρτυρούνται στο λατ. <i>minu</i><i>ō</i> «[[μειώνω]]» [[καθώς]] και στο ελλ. <i>μινύω</i> > [[μινύθω]]. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. <i>min</i><i>ā</i><i>ti</i> —που αντιστοιχεί εν μέρει με το [[μείων]]— λόγω της παρουσίας του στοιχείου -<i>n</i>-οδήγησε στο να διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>μείνων</i> με [[αποβολή]] του -<i>ν</i>-, αναλογικά [[προς]] τον τ. [[πλείων]] (<b>βλ. λ.</b> [[ἀμείνων]]). Τέλος, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ελάχιστα πιθανή, ο τ. [[μείων]] προέρχεται από αμάρτ. <i>meyyos</i>, ενώ το -<i>ω</i>- της Μυκηναϊκής [[είναι]] [[προϊόν]] αναλογίας. Το ουδ. [[μεῖον]] με τη [[μορφή]] <i>μειο</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[μειοδότης]]) [[πριν]] από [[σύμφωνο]] και <i>μειον</i>- [[πριν]] από [[φωνήεν]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μειον</i>-<i>έκτης</i>) εμφανίζεται ως α' συνθετικό ονομάτων και ρημάτων προσδίδοντας τη σημ. της μείωσης στο β' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειότης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μειονότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <i>μειο</i>(<i>ν</i>)-: [[μείουρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειονέκτης]], [[μειόφρων]], [[μειώνυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μειοδότης]], [[μειοψηφία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[υπομείων]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
so in Dor., Leg.Gort.9.48, al., Schwyzer323 B9 (Delph., iv B. C.), Tab.Heracl.1.114,al., Archyt.1, prob. in Epich.62 (μηονος cod., and so in Diotog. ap. Stob.4.7.62, etc.), and Arc., IG5(2).3.15, 18 (Tegea): neut. pl.
A μείονα Hes.Op.690, but μείω Ti.Locr.102b: masc. pl. μείους Xenoph.3.4, etc.: dat. pl. μειόνοις IG9(1).333 (Locr.): —irreg. Comp. of ὀλίγος or μικρός, lesser, less, Pi.O.1.35,al., A.Ch. 519, B.1.63, etc.; τὸ μ. κρεισσόνων κρατύνει; A.Supp.596(lyr.), cf.Hp. VM8 (v.l., cf. Erot.), Vict.1.5,al. (not in other works of Hp.), freq. in X., Cyr.5.4.48,al., not in good Att. Prose or Com., nor in Hdt.; younger, S.OC374: neut. μεῖον as Adv., less, μ. ἰσχύσειν Διός A.Pr. 510, cf. Ch.707: regul. Adv., μειόνως ἔχειν to be of less value, S.OC 104, cf. J.AJ19.2.2:—also μειότερος, α, ον, A.R.2.368, Arat.43, AP14.41, Man.2.147, IG14.2064. (μεί-yων, cf. μινύθω, Lat. minuo, minus.)
Greek (Liddell-Scott)
μείων: ἀνώμαλον συγκρ. τοῦ μικρός, μικρότερος, ἐλάσσων, Αἰσχύλ. Χο. 519, Ἱκέτ. 596, κτλ.· ἔχων μικροτέραν ἡλικίαν, χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς Σοφ. Ο. Κ. 374· ― οὐδ. μεῖον, ὡς ἐπίρρ., ὀλιγώτερον, μ. ἰσχύσειν Διὸς Αἰσχύλ. Πρ. 510, πρβλ. Χο. 707· ― ὡσαύτως, μειόνως ἔχειν, ἔχειν μικροτέραν ἀξίαν, Σοφ. Ο. Κ. 104· πρβλ. μειζόνως· ― τύπος τις μειότερος ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 558. 2. (Ἴδε ἐν λεξ. μινύθω). ― μειόνοις, = μείοσι, Ἐπιγρ. Λοκρ. Ὀζ. Inscr. Gr. Antiqu. 322, 13.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
moindre, càd :
I. le plus petit;
1 plus petit de taille;
2 fig. inférieur ou moindre en force, en puissance, en crédit ; neutre adv. • μεῖον ἰσχύειν ESCHL être moins fort ; ἀπέχοντες παρασάγγην καὶ μεῖον XÉN à une distance d’un parasange et même moins;
II. moins nombreux.
Étymologie: R. Mi, cf. lat. minor, etc., sert de Cp. à μικρός et à ὀλίγος.
English (Autenrieth)
see μῖκρός.
English (Slater)
Greek Monolingual
-ον (ΑM μείων, -ον, Α και σπαν. μειότερος, -τέρα, -τερον)
(ανώμ. συγκρ. του μικρός ή ολίγος)
νεοελλ.
μαθ. (το ουδ.) μείον
το σημείο της αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο -, αλλ. πλην
αρχ.-μσν.
1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων», Ξεν.)
2. αυτός που έχει μικρότερη ηλικία, ο νεώτερος («χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μεῑον γεγώς», Σοφ.)
3. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῑον
λιγότερο («μεῑον ἰσχύσειν Διός», Σοφ.).
επίρρ...
μειόνως (Α)
φρ. «μειόνως ἔχω» — είμαι μικρότερης αξίας (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το συγκριτικό επίθ. μείων ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα mei- «ελαττώνω, μειώνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. mīyate «ελαττώνω». Το επίθ. όμως μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τις μορφές: meujo, mewijo, πληθ. mewijoe, meujoe και πληθ. ουδ. meujoa, γεγονός που οδηγεί πιθ. σε ΙΕ τ. meiw-ijos (μειF-ijos) για τη Μυκηναϊκή και meiw-yos (μειF-jos) για την αλφαβητική Ελληνική. Το στοιχείο -eu/u-—που ίσως είναι επίθημα— απαντά επίσης και σε έναν αμάρτ. ενεστ. mineumi, ίχνη του οποίου μαρτυρούνται στο λατ. minuō «μειώνω» καθώς και στο ελλ. μινύω > μινύθω. Εξάλλου, το αρχ. ινδ. mināti —που αντιστοιχεί εν μέρει με το μείων— λόγω της παρουσίας του στοιχείου -n-οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. μείνων με αποβολή του -ν-, αναλογικά προς τον τ. πλείων (βλ. λ. ἀμείνων). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, ελάχιστα πιθανή, ο τ. μείων προέρχεται από αμάρτ. meyyos, ενώ το -ω- της Μυκηναϊκής είναι προϊόν αναλογίας. Το ουδ. μεῖον με τη μορφή μειο- (πρβλ. μειοδότης) πριν από σύμφωνο και μειον- πριν από φωνήεν (πρβλ. μειον-έκτης) εμφανίζεται ως α' συνθετικό ονομάτων και ρημάτων προσδίδοντας τη σημ. της μείωσης στο β' συνθετικό.
ΠΑΡ. μειώνω
αρχ.
μειότης
νεοελλ.
μειονότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μειο(ν)-: μείουρος
αρχ.
μειονέκτης, μειόφρων, μειώνυμος
νεοελλ.
μειοδότης, μειοψηφία. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομείων].