άκρατος: Difference between revisions
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 06:49, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῑνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].