δόκησις: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[opinión]], [[suposición]], [[creencia]] δόκησιν δὲ [[δεῖ]] λέγειν hay que dar una opinión</i> Hdt.7.185, δ. [[εἰπεῖν]] op. ἐξακριβῶσαι λόγον S.<i>Tr</i>.426, cf. E.<i>Heracl</i>.395, <i>Fr</i>.167, δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε S.<i>OT</i> 681, ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευήν con menor equipamiento del que cree necesitar</i> Th.3.45, δόκησιν παρέχοντες [[αὐτίκα]] ἐμβαλεῖν haciendo creer que atacarían inmediatamente</i> Th.2.84, cf. Plu.<i>Pomp</i>.54, <i>Tim</i>.10, D.C.63.28.1<br /><b class="num">•</b>c. gen. objet. δώρων δ. sospecha de regalos</i>, soborno</i> Th.5.16, cf. D.C.55.19.3, c. gen. subjet. κατὰ τὴν δόκησίν τινων Vett.Val.317.6<br /><b class="num">•</b>[[estimación]], [[apreciación]] μόλις ἡ δ. τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται la apreciación de la verdad es apenas segura</i> Th.2.35.<br /><b class="num">2</b> [[aparición]], [[visión]] κενὴ δ. E.<i>Hel</i>.36, σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν E.<i>Hel</i>.119, οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ; E.<i>Hel</i>.121<br /><b class="num">•</b>[[imaginación]] φάντασμα μὲν γὰρ ἐστι δ. διανοίας Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.22.<br /><b class="num">3</b> [[apariencia]] op. ‘realidad’ πρὸς φαντασίαν καὶ δόκησιν, οὐ πρὸς ἀλήθειαν καὶ τὸ εἶναι Ph.1.222, εἰς δόκησιν en apariencia</i> Ph.2.87, ἁγιστείας δ. Luc.<i>Am</i>.15, πᾶσα θνητὴ φύσις ... φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν αὑτῆς Plu.2.392a, καὶ πάντα μᾶλλόν ἐστιν ἢ [[δόκησις]] ἰσχίου y parece todo menos que es del isquion</i> Aret.<i>SD</i> 2.12.5, ψευδέα ... δόκησιν ... ὀδόντων falsa impresión de dientes</i> de los colmillos de los elefantes, Opp.<i>C</i>.2.505, καίπερ τῷ ἔργῳ ... τῇ [[γοῦν]] δοκήσει D.C.45.11.1, cf. 57.1.6, Polyaen.4.2.21, ref. la apariencia de Cristo en la herejía docética δοκήσει τινὲς αὐτὸν πεφανερῶσθαι ὑπέλαβον Clem.Al.<i>Strom</i>.6.9.71, cf. Origenes <i>Cels</i>.2.16, δοκήσει op. ἀληθείᾳ Seu.Ant. en Eust.Mon.<i>Ep</i>.796, ταύτης (ταπεινοφροσύνης) δόκησίς ἐστιν ἡ [[εἰρωνεία]] Gr.Naz.M.37.952A<br /><b class="num">•</b>[[aspecto]], [[forma]] μετεμορφώθη εἰς ἐλάφου δόκησιν Acteón, anón.mit. en <i>PMich.Renner</i> 1.2.4.<br /><b class="num">4</b> [[decisión]], [[resolución]] μή νυν πέραινε τὴν δόκησιν E.<i>Or</i>.636, ὁ θεὸς λόγος ... ἰδίᾳ δοκήσει ... ἐνηνθρώπησε Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.52.8.<br /><b class="num">II</b> [[fama]], [[reputación]] δ. ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Th.4.18, δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος orgulloso de la fama de su casa</i> E.<i>El</i>.381, ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται E.<i>Andr</i>.696, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.38.<br /><b class="num">III</b> [[herejía docética]], [[docetismo]] consistente en creer que Cristo se encarnó sólo en apariencia (cf. I 3) ὁ τῆς δοκήσεως [[ἐξάρχων]] Ἰούλιος Κασσιανός Clem.Al.<i>Strom</i>.3.13.91, cf. 17.102, τῆς ἐναντίας δοκήσεως Νεστορίου τε καὶ Εὐτυχοῦς Leont.Byz.M.86.1269B. | |dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[opinión]], [[suposición]], [[creencia]] δόκησιν δὲ [[δεῖ]] λέγειν hay que dar una opinión</i> Hdt.7.185, δ. [[εἰπεῖν]] op. ἐξακριβῶσαι λόγον S.<i>Tr</i>.426, cf. E.<i>Heracl</i>.395, <i>Fr</i>.167, δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε S.<i>OT</i> 681, ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευήν con menor equipamiento del que cree necesitar</i> Th.3.45, δόκησιν παρέχοντες [[αὐτίκα]] ἐμβαλεῖν haciendo creer que atacarían inmediatamente</i> Th.2.84, cf. Plu.<i>Pomp</i>.54, <i>Tim</i>.10, D.C.63.28.1<br /><b class="num">•</b>c. gen. objet. δώρων δ. sospecha de regalos</i>, soborno</i> Th.5.16, cf. D.C.55.19.3, c. gen. subjet. κατὰ τὴν δόκησίν τινων Vett.Val.317.6<br /><b class="num">•</b>[[estimación]], [[apreciación]] μόλις ἡ δ. τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται la apreciación de la verdad es apenas segura</i> Th.2.35.<br /><b class="num">2</b> [[aparición]], [[visión]] κενὴ δ. E.<i>Hel</i>.36, σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν E.<i>Hel</i>.119, οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ; E.<i>Hel</i>.121<br /><b class="num">•</b>[[imaginación]] φάντασμα μὲν γὰρ ἐστι δ. διανοίας Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.22.<br /><b class="num">3</b> [[apariencia]] op. ‘realidad’ πρὸς φαντασίαν καὶ δόκησιν, οὐ πρὸς ἀλήθειαν καὶ τὸ εἶναι Ph.1.222, εἰς δόκησιν en apariencia</i> Ph.2.87, ἁγιστείας δ. Luc.<i>Am</i>.15, πᾶσα θνητὴ φύσις ... φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν αὑτῆς Plu.2.392a, καὶ πάντα μᾶλλόν ἐστιν ἢ [[δόκησις]] ἰσχίου y parece todo menos que es del isquion</i> Aret.<i>SD</i> 2.12.5, ψευδέα ... δόκησιν ... ὀδόντων falsa impresión de dientes</i> de los colmillos de los elefantes, Opp.<i>C</i>.2.505, καίπερ τῷ ἔργῳ ... τῇ [[γοῦν]] δοκήσει D.C.45.11.1, cf. 57.1.6, Polyaen.4.2.21, ref. la apariencia de Cristo en la herejía docética δοκήσει τινὲς αὐτὸν πεφανερῶσθαι ὑπέλαβον Clem.Al.<i>Strom</i>.6.9.71, cf. Origenes <i>Cels</i>.2.16, δοκήσει op. ἀληθείᾳ Seu.Ant. en Eust.Mon.<i>Ep</i>.796, ταύτης (ταπεινοφροσύνης) δόκησίς ἐστιν ἡ [[εἰρωνεία]] Gr.Naz.M.37.952A<br /><b class="num">•</b>[[aspecto]], [[forma]] μετεμορφώθη εἰς ἐλάφου δόκησιν Acteón, anón.mit. en <i>PMich.Renner</i> 1.2.4.<br /><b class="num">4</b> [[decisión]], [[resolución]] μή νυν πέραινε τὴν δόκησιν E.<i>Or</i>.636, ὁ θεὸς λόγος ... ἰδίᾳ δοκήσει ... ἐνηνθρώπησε Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.52.8.<br /><b class="num">II</b> [[fama]], [[reputación]] δ. ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Th.4.18, δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος orgulloso de la fama de su casa</i> E.<i>El</i>.381, ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται E.<i>Andr</i>.696, cf. Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.38.<br /><b class="num">III</b> [[herejía docética]], [[docetismo]] consistente en creer que Cristo se encarnó sólo en apariencia (cf. I 3) ὁ τῆς δοκήσεως [[ἐξάρχων]] Ἰούλιος Κασσιανός Clem.Al.<i>Strom</i>.3.13.91, cf. 17.102, τῆς ἐναντίας δοκήσεως Νεστορίου τε καὶ Εὐτυχοῦς Leont.Byz.M.86.1269B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δόκησις]], η (Α) [[δοκώ]]<br /><b>1.</b> απλή [[δοξασία]] («[[δόκησις]] ἀγνὼς λόγων ἦλθε» — διαδόθηκε μια [[φήμη]] [[απλώς]], <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> όραμα, [[φάντασμα]] («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν» για την Ελένη<br />[[είδωλο]] του Ευριπίδη)<br /><b>3.</b> [[φήμη]], [[υπόληψη]] («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (δοκέω)
A opinion, fancy, δ. δὲ δεῖ λέγειν Hdt.7.185, cf. Chrysipp.Stoic.2.22, etc.; δ. εἰπεῖν, opp. ἐξακριβῶσαι λόγον, S. Tr.426; δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε a vague suspicion was thrown out, Id.OT681 (lyr.); δ. τῆς ἀληθείας Th.2.35; δώρων δ. suspicion of bribery, Id.5.16; δ. παρέχειν ὡς . . Plu.Pomp.54. 2 apparition, phantom, κενὴν δ. E.Hel.36; σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν ib.119; οὕτω δοκεῖτε τὴν δ. ἀσφαλῆ ib.121. 3 appearance, opp. reality, Ph.1.222; φάσμα καὶ δ. ἑαυτῆς παρέχειν Plu.2.392a; δ. ἰσχίου Aret.SD 2.12. II repute, credit, Th.4.18, Stoic.3.38; ὁ στρατηγὸς τὴν δ. ἄρνυται E.Andr.696.
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, Meinung, die nicht begründet ist; δόκησιν εἰπεῖν, im Ggstz von ἐξακριβῶσαι λόγον, Soph. Tr. 426; vgl. O. R. 681; Eur. Heracl. 396; Her. 7, 185; Schein, ἀληθείας Thuc. 2, 35; παρέχειν Plut. Timol. 10; auch = guter Ruf, ἔχειν τινός, Luc. Amor. 15; – δώρων δόκησις Thuc. 5, 16, was der Schol. λῆψις erkl., ist f. L., Kr. δοκοῦσαν.
Greek (Liddell-Scott)
δόκησις: -εως, ἡ, (δοκέω) δοξασία, ἁπλῆ δοξασία, ἰδέα, φαντασία, δ. δὲ δεῖ λέγειν Ἡρόδ. 7. 185· δ. εἰπεῖν, ἀντίθ. ἐξακριβῶσαι λόγον, Σοφ. Τρ. 426· δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε, κενή. τις ὑποψία διεδόθη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681· δ. ἀληθείας Θουκ. 2. 35· δ. παρέχειν ὡς… Πλούτ. Πομπ. 54. 2) ὅραμα, φάντασμα, κενὴν δ. Εὐρ. Ἑλ. 36· σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ’ ἐκ θεῶν αὐτόθι 119· οὕτω δοκεῖτε τὴν δ. ἀσφαλῆ αὐτόθι 121. ΙΙ. καλὴ φήμη, ὑπόληψις, ὡς τὸ δόξα, Λατ. aestimatio, Θουκ. 4. 18· ὁ στρατηγὸς τὴν δ. ἄρνυται Εὐρ. Ἀνδρ. 696.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de faire paraître, de faire croire à;
2 opinion, ce qu’on pense : δόκησιν εἰπεῖν SOPH dire ce qu’on a dans l’esprit ; δόκησις ἀγνὼς λόγων SOPH confuse apparence de discours, discours peu intelligibles;
3 opinion qu’on donne de soi ; bonne renommée;
4 apparence.
Étymologie: δοκέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1opinión, suposición, creencia δόκησιν δὲ δεῖ λέγειν hay que dar una opinión Hdt.7.185, δ. εἰπεῖν op. ἐξακριβῶσαι λόγον S.Tr.426, cf. E.Heracl.395, Fr.167, δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε S.OT 681, ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευήν con menor equipamiento del que cree necesitar Th.3.45, δόκησιν παρέχοντες αὐτίκα ἐμβαλεῖν haciendo creer que atacarían inmediatamente Th.2.84, cf. Plu.Pomp.54, Tim.10, D.C.63.28.1
•c. gen. objet. δώρων δ. sospecha de regalos, soborno Th.5.16, cf. D.C.55.19.3, c. gen. subjet. κατὰ τὴν δόκησίν τινων Vett.Val.317.6
•estimación, apreciación μόλις ἡ δ. τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται la apreciación de la verdad es apenas segura Th.2.35.
2 aparición, visión κενὴ δ. E.Hel.36, σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν E.Hel.119, οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ; E.Hel.121
•imaginación φάντασμα μὲν γὰρ ἐστι δ. διανοίας Chrysipp.Stoic.2.22.
3 apariencia op. ‘realidad’ πρὸς φαντασίαν καὶ δόκησιν, οὐ πρὸς ἀλήθειαν καὶ τὸ εἶναι Ph.1.222, εἰς δόκησιν en apariencia Ph.2.87, ἁγιστείας δ. Luc.Am.15, πᾶσα θνητὴ φύσις ... φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν αὑτῆς Plu.2.392a, καὶ πάντα μᾶλλόν ἐστιν ἢ δόκησις ἰσχίου y parece todo menos que es del isquion Aret.SD 2.12.5, ψευδέα ... δόκησιν ... ὀδόντων falsa impresión de dientes de los colmillos de los elefantes, Opp.C.2.505, καίπερ τῷ ἔργῳ ... τῇ γοῦν δοκήσει D.C.45.11.1, cf. 57.1.6, Polyaen.4.2.21, ref. la apariencia de Cristo en la herejía docética δοκήσει τινὲς αὐτὸν πεφανερῶσθαι ὑπέλαβον Clem.Al.Strom.6.9.71, cf. Origenes Cels.2.16, δοκήσει op. ἀληθείᾳ Seu.Ant. en Eust.Mon.Ep.796, ταύτης (ταπεινοφροσύνης) δόκησίς ἐστιν ἡ εἰρωνεία Gr.Naz.M.37.952A
•aspecto, forma μετεμορφώθη εἰς ἐλάφου δόκησιν Acteón, anón.mit. en PMich.Renner 1.2.4.
4 decisión, resolución μή νυν πέραινε τὴν δόκησιν E.Or.636, ὁ θεὸς λόγος ... ἰδίᾳ δοκήσει ... ἐνηνθρώπησε Epiph.Const.Haer.69.52.8.
II fama, reputación δ. ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Th.4.18, δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος orgulloso de la fama de su casa E.El.381, ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται E.Andr.696, cf. Chrysipp.Stoic.3.38.
III herejía docética, docetismo consistente en creer que Cristo se encarnó sólo en apariencia (cf. I 3) ὁ τῆς δοκήσεως ἐξάρχων Ἰούλιος Κασσιανός Clem.Al.Strom.3.13.91, cf. 17.102, τῆς ἐναντίας δοκήσεως Νεστορίου τε καὶ Εὐτυχοῦς Leont.Byz.M.86.1269B.
Greek Monolingual
δόκησις, η (Α) δοκώ
1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» — διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.)
2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῑτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν» για την Ελένη
είδωλο του Ευριπίδη)
3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p.).